-
1 χρυσομιτρης
-
2 χρυσομίτρης
A with girdle or headband of gold, epith. of Dionysus, S.OT 209 (lyr.); pecul. fem. -μίτρη, of Phoebe, Opp. C.2.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσομίτρης
-
3 χρῡσομίτρης
χρῡσο-μίτρης, ὁ, mit goldenem Gürtel, goldener Hauptbinde, übh. mit goldener Einfassung; so heißt Bacchus -
4 χρυσεομιτρης
-
5 χρυσομιτρας
-
6 χρυσομίτραν
χρῡσομίτρᾱν, χρυσομίτρηςwith girdle: masc acc sg (attic epic doric aeolic)χρῡσομίτραν, χρυσομίτρηςwith girdle: masc acc sg (doric) -
7 χρῡσεο-μίτρης
χρῡσεο-μίτρης, ὁ, = χρυσομίτρης; so heißt Bacchus im Hymnus (IX, 524); πίναξ Ath. IV, 130.
-
8 χρῡσο-μίτρη
χρῡσο-μίτρη, ἡ, fem. zu χρυσομίτρης, Opp. Cyn. 2, 2.
-
9 χρυσομίτρη
χρῡσομίτρη, χρυσομίτρηςwith girdle: masc voc sg (epic doric ionic) -
10 χρυσεομίτρης
A = χρυσομίτρης, AP9.524.23:— fem. [suff] χρῡσεο-μίτρα, Melinno ap.Stob.3.7.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσεομίτρης
См. также в других словарях:
χρυσομίτρης — και χρυσεομίτρης, ὁ, και δωρ. τ. χρυσομίτρας και χρυσεομίτρας, θηλ. χρυσομίτρη και χρυσεομίτρα, Α 1. (το αρσ. ως προσωνυμία τού Διονύσου) αυτός που φορεί χρυσή μίτρα 2. χρυσόδετος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * / χρυσεο + μίτρης (< μίτρα / μίτρη),… … Dictionary of Greek
χρυσομίτραν — χρῡσομίτρᾱν , χρυσομίτρης with girdle masc acc sg (attic epic doric aeolic) χρῡσομίτραν , χρυσομίτρης with girdle masc acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσεομίτρης — και δωρ. τ. χρυσεομίτρας, ὁ, θηλ. χρυσεομίτρα, Α βλ. χρυσομίτρης … Dictionary of Greek
χρυσόμιτρος — ον, Α χρυσομίτρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + μιτρος (< μίτρα), πρβλ. χαλκό μιτρος] … Dictionary of Greek
χρυσομίτρη — χρῡσομίτρη , χρυσομίτρης with girdle masc voc sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)