Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρυσοκόμη

См. также в других словарях:

  • χρυσοκόμη — immortelle fem nom/voc sg (attic epic ionic) χρῡσοκόμη , χρυσοκόμης golden haired masc voc sg (doric) χρυσοκομέω have golden hair pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) χρυσοκομέω have golden hair imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκόμη — η, ΝΑ νεοελλ. βοτ. γένος θαμνωδών φυτών αρχ. μικρό φρυγανώδες φυτό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κόμη (πρβλ. κερασ κόμη). Ως όρος τής βοτ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chrysocoma] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκόμην — χρυσοκόμη immortelle fem acc sg (attic epic ionic) χρῡσοκόμην , χρυσοκόμης golden haired masc acc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκόμης — χρυσοκόμη immortelle fem gen sg (attic epic ionic) χρῡσοκόμης , χρυσοκόμης golden haired masc nom sg (doric) χρυσοκομέω have golden hair imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκόμα — χρυσοκόμᾱ , χρυσοκόμη immortelle fem nom/voc/acc dual χρυσοκόμᾱ , χρυσοκόμη immortelle fem nom/voc sg (doric aeolic) χρῡσοκόμᾱ , χρυσοκόμης golden haired masc nom/voc/acc dual (doric) χρῡσοκόμα , χρυσοκόμης golden haired masc voc sg (doric)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκόμας — χρυσοκόμᾱς , χρυσοκόμη immortelle fem acc pl χρυσοκόμᾱς , χρυσοκόμη immortelle fem gen sg (doric aeolic) χρῡσοκόμᾱς , χρυσοκόμης golden haired masc acc pl (doric) χρῡσοκόμᾱς , χρυσοκόμης golden haired masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσάνθεμο — Φυτό του γένους χρυσάνθεμο (οικογένεια σύνθετων ή κομποζιτών, δικοτυλήδονα) που κατάγονται από την Ιαπωνία (είναι το εθνικό της άνθος) και την Κίνα και καλλιεργούνται για διακοσμητικούς σκοπούς. Συνήθως με τη λέξη χ. εννοούνται τα υβρίδια των… …   Dictionary of Greek

  • χρυσίτιδα — η / χρυσῑτις, ίτιδος, ΝΑ ως ουσ. 1. γη που περιέχει μεταλλεύματα χρυσού, χρυσοφόρο κοίτασμα 2. λυδία λίθος αρχ. 1. ως επίθ. α) αυτή που περιέχει χρυσό («χρυσῑτιν ἄμμον», Στράβ.) β) όμοια με χρυσό 2. ως ουσ. α) το φυτό χρυσοκόμη β) το φυτό αείζωο …   Dictionary of Greek

  • χρυσοκόμαι — χρυσοκόμᾱͅ , χρυσοκόμη immortelle fem dat sg (doric aeolic) χρῡσοκόμαι , χρυσοκόμης golden haired masc nom/voc pl (doric) χρῡσοκόμᾱͅ , χρυσοκόμης golden haired masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκόμαν — χρυσοκόμᾱν , χρυσοκόμη immortelle fem acc sg (doric aeolic) χρῡσοκόμᾱν , χρυσοκόμης golden haired masc acc sg (epic doric aeolic) χρῡσοκόμαν , χρυσοκόμης golden haired masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοκόμᾳ — χρυσοκόμᾱͅ , χρυσοκόμη immortelle fem dat sg (doric aeolic) χρῡσοκόμαι , χρυσοκόμης golden haired masc nom/voc pl (doric) χρῡσοκόμᾱͅ , χρυσοκόμης golden haired masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»