-
1 χρῡσοκίθαρος
-
2 χρῡσο-κίθαρις
χρῡσο-κίθαρις, ὁ, = χρυσοκίϑαρος, Hesych.
См. также в других словарях:
χρυσοκίθαρος — ον, Α βλ. χρυσοκίθαρις … Dictionary of Greek
χρυσοκίθαρις — άρεως, ὁ, ἡ, και δ. γρφ. χρυσοκίθαρος, ον, Α αυτός που έχει χρυσή κιθάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + κίθαρις / κίθαρος (< κιθάρα / κίθαρις), πρβλ. ἀ κίθαρις] … Dictionary of Greek