Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χρυσοβαφής

См. также в других словарях:

  • χρυσοβαφῆς — χρῡσοβαφῆς , χρυσοβαφής gold embroidered masc/fem acc pl (attic epic doric) χρῡσοβαφῆς , χρυσοβαφής gold embroidered masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοβαφής — χρῡσοβαφής , χρυσοβαφής gold embroidered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοβαφής — ές, ΝΜΑ βαμμένος με χρυσό χρώμα αρχ. αυτός που φορεί χρυσά ενδύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + βαφής (< βαφή < βάπτω), πρβλ. αἱμο βαφής] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοβαφεῖς — χρῡσοβαφεῖς , χρυσοβαφής gold embroidered masc/fem acc pl χρῡσοβαφεῖς , χρυσοβαφής gold embroidered masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοβαφές — χρῡσοβαφές , χρυσοβαφής gold embroidered masc/fem voc sg χρῡσοβαφές , χρυσοβαφής gold embroidered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»