-
1 χρυσηλακατος
-
2 χρυσηλάκατος
χρῡσηλάκατος, χρυσηλάκατοςwith distaff of gold: masc /fem nom sg -
3 χρυσηλάκατος
A with distaff of gold, not (as Sch.) with arrow of gold, epith. of Artemis in Il.20.70, al., cf. B. 10.38, S.Tr. 637 (lyr.); of Amphitrite, the Nereids, and Leto, Pi.O.6.104, N.5.36, 6.36; of the Χάριτες, B.8.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσηλάκατος
-
4 χρῡσηλάκατος
χρῡσ-ηλάκατος, mit goldener Spindel, goldenem Pfeile; Beiwort der Artemis; der Leto, der Amphitrite u. der Nereiden -
5 χρυσαλακατος
-
6 χρυσαλάκατον
χρῡσᾱλάκατον, χρυσηλάκατοςwith distaff of gold: masc /fem acc sg (doric)χρῡσᾱλάκατον, χρυσηλάκατοςwith distaff of gold: neut nom /voc /acc sg (doric) -
7 χρυσηλάκατον
χρῡσηλάκατον, χρυσηλάκατοςwith distaff of gold: masc /fem acc sgχρῡσηλάκατον, χρυσηλάκατοςwith distaff of gold: neut nom /voc /acc sg -
8 Αρτεμις
- ῐδος ἥ Артемида (дочь Зевса и Лето, сестра-близнец Аполлона, богиня луны, впосл. охоты, отождествл. с римской Дианой); ее главные эпитеты у Hom.χρυσηλάκατος «с золотым веретеном», χρυσηνιος «блистающая золотом», εὐστέφανος «красиво увенчанная (повязкой)», εὐσκοπος «зоркая», χρυσόθρονος «златопрестольная», πότνια θηρῶν «владычица зверей», ἀγροτέρη «охотница», ἰοχέαιρα «стрелометательница» и др.
-
9 χρυσαλακάτοιο
χρῡσᾱλακάτοιο, χρυσηλάκατοςwith distaff of gold: masc /fem /neut gen sg (epic doric) -
10 χρυσαλακάτου
χρῡσᾱλακάτου, χρυσηλάκατοςwith distaff of gold: masc /fem /neut gen sg (doric) -
11 χρυσαλακάτων
χρῡσᾱλακάτων, χρυσηλάκατοςwith distaff of gold: masc /fem /neut gen pl (doric) -
12 χρυσαλάκατοι
χρῡσᾱλάκατοι, χρυσηλάκατοςwith distaff of gold: masc /fem nom /voc pl (doric) -
13 χρυσαλάκατος
χρῡσᾱλάκατος, χρυσηλάκατοςwith distaff of gold: masc /fem nom sg (doric) -
14 χρυσηλακάτου
χρῡσηλακάτου, χρυσηλάκατοςwith distaff of gold: masc /fem /neut gen sg -
15 χρυσηλακάτω
-
16 χρυσηλακάτῳ
-
17 ἠλακάτη
ἠλᾰκάτη [κᾰ], ἡ (so in [dialect] Att. Inscrr., IG22.1517.209, but [pref] ἠλεκ- SIG2 588.17 (Delos, ii B.C.), AJA17.162 ([place name] Cyrene), Sammelb. 5873, cf. Hsch.;A v. ἠλεκάτιον), [dialect] Dor. [full] ἠλᾰκάτᾱ E.Or. 1431 (lyr.), [dialect] Aeol. [full] ἀλᾰκάτᾱ Theoc.28.1 ( ᾱλ- also in χρυσᾱλάκατος, εὐᾱλάκατος, [dialect] Dor. ἠλ- is dub.):— distaff, Od.4.135, 1.357, Il.6.491, E. l.c., etc.; ἡ ἠ. [τοῦ ἀτράκτου] the stalk of the spindle, Pl.R. 616c: metaph., γηραιῇσι.. ἠλακάτῃσι with the fate of old age, IG14.1389i18.II of distaffshaped objects:1 one joint of a reed or cane, Thphr.HP2.2.1; a reed,= δόναξ, Hsch.; ὥσπερ ἠ., of the pistil of the citron-flower, Thphr.HP1.13.4, cf. 4.4.3.2 in Compds. (e.g. χρυσηλάκατος), arrow, Hsch.5 the constellation Coma Berenices, Sch.Arat.146.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠλακάτη
-
18 Αρτεμις
Αρτεμις: Artemis (Diana), daughter of Zeus and Leto, and sister of Apollo; virgin goddess of the chase, and the supposed author of sudden painless deaths of women (see ἀγανός); women of fine figure are compared to Artemis, Od. 4.122, Od. 17.17,, Od. 19.56, cf. Od. 6.151 ff.; her favorite haunts are wild mountainous regions, Erymanthus in Arcadia, Taÿgetus in Laconia, Od. 6.102; epithets, ἁγνή, ἰοχέαιρα, χρῦσηλάκατος, χρῦσήνιος, χρῦσόθρονος, ἀγροτέρη, κελαδεινή.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Αρτεμις
См. также в других словарях:
χρυσηλάκατος — και δωρ. τ. χρυσαλάκατος, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χρυσή ηλακάτη («χρυσηλάκατος κελαδεινὴ Ἄρτεμις», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ηλάκατος (< ἠλακάτη «ρόκα»), πρβλ. φιλ ηλάκατος] … Dictionary of Greek
χρυσηλάκατος — χρῡσηλάκατος , χρυσηλάκατος with distaff of gold masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσαλάκατον — χρῡσᾱλάκατον , χρυσηλάκατος with distaff of gold masc/fem acc sg (doric) χρῡσᾱλάκατον , χρυσηλάκατος with distaff of gold neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσηλάκατον — χρῡσηλάκατον , χρυσηλάκατος with distaff of gold masc/fem acc sg χρῡσηλάκατον , χρυσηλάκατος with distaff of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηλακάτη — η (AM ἠλακάτη και ἠλεκάτη, Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. ἀλακάτα) 1. επιμήκης ράβδος στο άκρο τής οποίας προσδένεται η τούφα τού μαλλιού ή τού βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η ρόκα 2. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσαλάκατος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. χρυσηλάκατος … Dictionary of Greek
χρυσαλακάτοιο — χρῡσᾱλακάτοιο , χρυσηλάκατος with distaff of gold masc/fem/neut gen sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσαλακάτου — χρῡσᾱλακάτου , χρυσηλάκατος with distaff of gold masc/fem/neut gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσαλακάτων — χρῡσᾱλακάτων , χρυσηλάκατος with distaff of gold masc/fem/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσαλάκατοι — χρῡσᾱλάκατοι , χρυσηλάκατος with distaff of gold masc/fem nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)