Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρυσηλάκατος

См. также в других словарях:

  • χρυσηλάκατος — και δωρ. τ. χρυσαλάκατος, ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που έχει χρυσή ηλακάτη («χρυσηλάκατος κελαδεινὴ Ἄρτεμις», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ηλάκατος (< ἠλακάτη «ρόκα»), πρβλ. φιλ ηλάκατος] …   Dictionary of Greek

  • χρυσηλάκατος — χρῡσηλάκατος , χρυσηλάκατος with distaff of gold masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσαλάκατον — χρῡσᾱλάκατον , χρυσηλάκατος with distaff of gold masc/fem acc sg (doric) χρῡσᾱλάκατον , χρυσηλάκατος with distaff of gold neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσηλάκατον — χρῡσηλάκατον , χρυσηλάκατος with distaff of gold masc/fem acc sg χρῡσηλάκατον , χρυσηλάκατος with distaff of gold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηλακάτη — η (AM ἠλακάτη και ἠλεκάτη, Α δωρ. τ. ἠλακάτα και αιολ. τ. ἀλακάτα) 1. επιμήκης ράβδος στο άκρο τής οποίας προσδένεται η τούφα τού μαλλιού ή τού βαμβακιού που πρόκειται να γνεστεί, η ρόκα 2. ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ιχθύων που ζουν… …   Dictionary of Greek

  • χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… …   Dictionary of Greek

  • χρυσαλάκατος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. χρυσηλάκατος …   Dictionary of Greek

  • χρυσαλακάτοιο — χρῡσᾱλακάτοιο , χρυσηλάκατος with distaff of gold masc/fem/neut gen sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσαλακάτου — χρῡσᾱλακάτου , χρυσηλάκατος with distaff of gold masc/fem/neut gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσαλακάτων — χρῡσᾱλακάτων , χρυσηλάκατος with distaff of gold masc/fem/neut gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσαλάκατοι — χρῡσᾱλάκατοι , χρυσηλάκατος with distaff of gold masc/fem nom/voc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»