-
1 χρυσάρματος
χρῡσάρματος, -ον1 with golden chariotχρυσάρματος Μήνα O. 3.19
χρυσαρμάτου Κάστορος P. 5.9
ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι (τίμιοι κατὰ τὰ ἅρματα Σ.) I. 6.19 cf. Σ, P. 2.inscr., καταφέρεσθαι τὸν Πίνδαρον εἰς τὸ τὰς Θήβας χρυσαρμάτους προσαγορεύειν (ad βρισαρμάτοις Δ. 2. 26 spectare putat Snell: potuit poeta singularem numerum usurpare, nott. Turyn) fr. 323. -
2 χρυσάρματος
χρῡσάρματος, χρυσάρματοςwith: masc /fem nom sg -
3 χρυσάρματος
χρῡσ-άρμᾰτος, ον,II οἱ χ., of a body of the Macedonian royal guard, Poll.1.175.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρυσάρματος
-
4 χρυσάρματον
χρῡσάρματον, χρυσάρματοςwith: masc /fem acc sgχρῡσάρματον, χρυσάρματοςwith: neut nom /voc /acc sg -
5 χρυσαρμάτου
χρῡσαρμάτου, χρυσάρματοςwith: masc /fem /neut gen sg -
6 χρυσαρμάτους
χρῡσαρμάτους, χρυσάρματοςwith: masc /fem acc pl -
7 χρυσάρματοι
χρῡσάρματοι, χρυσάρματοςwith: masc /fem nom /voc pl -
8 διχόμηνις
δῐχόμηνις f. adj.,1 dividing the month i. e. coming in the middle of the lunar month, when the moon is full. ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον χρυσάρματος ἑσπέρας ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα ( ὅτι πανσελήνῳ ἄγεται ὁ Ὀλυμπιακὸς ἀγών) O. 3.19 “ ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” (τουτέστιν ἐν ταῖς τῆς πανσελήνου νυξί. κατὰ ταύτας γὰρ ἐποίουν τοὺς γάμους. Σ) I. 8.44 -
9 ἑσπέρα
ἑσπέρα (1ϝεσπ- I. 8.44
) eveningἄκρᾳ σὺν ἑσπέρᾳ P. 11.10
“ ἐν διχομηνίδεσσιν δὲ ἑσπέραις ἐρατὸν λύοι κεν χαλινὸν ὑφ' ἥρωι παρθενίας” I. 8.44 gen., at eveningἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον χρυσάρματος ἑσπέρας ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.20
“ πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμεν σὺν ἅλμᾳ ἑσπέρας ὑγρῷ πελάγει σπομέναν” P. 4.40 -
10 Θῆβαι
(-αι, -ᾶν, -αις(ι), - ας.)1 Thebes, where were held games in honour of Herakles and Iolaos.ἐν Θήβαισι O. 6.16
τά τ' ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84
ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68
ἐν Θήβαις O. 13.107
ἐν ἑπταπύλοις Θήβαις P. 3.91
, P. 8.40, I. 8.16, Παρθ. 2. 60, fr. 169. 48.ἑπτάπυλοι Θῆβαι P. 9.80
ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας P. 11.11
Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις N. 4.19
ἐς ἑπταπύλους Θήβας N. 9.18
γαῖα δ' ἐν Θήβαις ὑπέδεκτο κεραυνωθεῖσα Διὸς βέλεσιν μάντιν N. 10.8
Λακεδαίμονι καὶ Θήβαις ἐτέκνωθεν κράτιστοι Kastor and Iolaos I. 1.17ἑπταπύλοις Θήβαισι I. 1.67
Θήβαισι τιμάεντες ἀρχᾶθεν I. 4.7
Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν I. 4.53
ἐν δὲ Θήβαις ἱπποσόας Ἰόλαος γέρας ἔχει I. 5.32
ἐπὶ Θήβας ξίφος ἑλκόμενον (e Σ supp. Lobel)Πα.. 1. Θήβαις πάγκοινον τέρας Pae. 9.9
χάριν Θήβαις ἐπιμείξων Παρθ. 2.. λιπαρᾶν τε Θηβᾶν μέγαν σκόπελον fr. 196. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a. Θῆβαι χρυσάρματοι (v. χρυσάρματος) fr. 323. test., Σ, O. 13.25c, ἐν μὲν τοῖς ὑπορχήμασιν ἐν Νάξῳ φησὶν πρῶτον εὑρεθῆναι διθύραμβον, ἐν δὲ τῷ πρώτῳ τῶν διθυράμβων ἐν Θήβαις fr. 71 & 115. -
11 μήνα
-
12 ὅλος
ὅλος (-ῳ, -ον)1 wholea of time.τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30
ἑξέτης τὸ πρῶτον, ὅλον δ' ἔπειτ ἂν χρόνον N. 3.49
b of extent, number. διχόμηνις ὅλονχρυσάρματος ἑσπέρας ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19
ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.43
ὅλον δίφρον κομίξαις i. e. in one piece P. 5.50 “ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον εὐερκέα Pae. 4.45
c dub. ]ἔσφαλ' ὅλῳ νόῳ πτε[ρ]οε[ ( ὀλοῷ coni. van Groningen: cf. Alkman, fr. 116 P. M. G.) fr. 1a. 6.
См. также в других словарях:
χρυσάρματος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει χρυσό άρμα 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ χρυσάρματος προσωνυμία τής Σελήνης 3. (το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάρματοι σώμα τής βασιλικής σωματοφυλακής τών Μακεδόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άρματος (< ἅρμα,… … Dictionary of Greek
χρυσάρματος — χρῡσάρματος , χρυσάρματος with masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσάρματον — χρῡσάρματον , χρυσάρματος with masc/fem acc sg χρῡσάρματον , χρυσάρματος with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek
χρυσαρμάτου — χρῡσαρμάτου , χρυσάρματος with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσαρμάτους — χρῡσαρμάτους , χρυσάρματος with masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσάρματοι — χρῡσάρματοι , χρυσάρματος with masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)