-
1 χρῡσάορος,
χρῡσ-άορος, u. χρῡσ-ᾱορεύς, ὁ, mit goldenem Schwerte, poet. Beiwort bes. der Götter, gew. des Apollo, aber auch der Demeter, der Artemis, des Zeus, des Orpheus; da ἄορ, wie ὅπλον, jedes Gerät bedeuten kann: bei Apoll mit goldenem Bogen oder goldener Kithara, bei der Demeter mit goldener Sichel, bei der Artemis mit goldenen Pfeilen, bei Zeus endlich vom Blitz; ἄορ kann nur das Schwert bedeutet; daß ein kriegerisches Volk auch die Göttinnen mit einem Schwerte schmückte, darf nicht auffallen -
2 χρῡσ-άωρ
См. также в других словарях:
χρυσάορος — χρῡσά̱ορος , χρυσάορος with sword of gold masc/fem nom sg χρῡσά̱ορος , χρυσάωρ masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσάορος — ον, και ποιητ. τ. χρυσάωρ, ορος, ὁ, ἡ, Α (για θεούς) αυτός που έχει χρυσό ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + άορος / άωρ (< ἄορ / ἆορ «ξίφος»). Η άποψη, ωστόσο, ότι το β συνθετικό τού τ. ανάγεται στη λ. ἀήρ δεν θεωρείται πιθανή] … Dictionary of Greek
Χρυσάορος — Χρυσάωρ masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσαορεύς — έως, ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Διός) χρυσάορος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσάορος + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
χρυσαόριος — ον, Α [χρυσάορος] χρυσάορος* … Dictionary of Greek
χρυσάορον — χρῡσά̱ορον , χρυσάορος with sword of gold masc/fem acc sg χρῡσά̱ορον , χρυσάορος with sword of gold neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοργόνα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και με το όνομα Γοργώ. Στην ελληνική μυθολογία, η Γοργώ είναι το φοβερό, δαιμονικό τέρας, η κόρη της Γαίας. Στην παλαιότερη εκδοχή του μύθου αναφέρεται ότι κατά τη Γιγαντομαχία, η Γαία, για να βοηθήσει τους γιους… … Dictionary of Greek
χρυσάορα — η, Ν ζωολ. γένος κνιδόζωων σκυφοζώων τής υφομοταξίας σκυφομέδουσες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. chrysaora (< χρυσάορος] … Dictionary of Greek
χρυσάωρ — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ποσειδώνα καιτης Μέδουσας, αδελφός του Πήγασου και πατέρας του τρικέφαλου γίγαντα Γηρυόνη, από τη νύμφη του Ωκεανού Καλλιρρόη. Ο X., μαζί με τον Πήγασο, ξεπήδησαν από τον λαιμό της Μέδουσας, όταν τον έκοψε ο Περσέας.… … Dictionary of Greek
χρυσαορίς — ίδος, Α (για θεά) αυτή που φέρει ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσάορος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. ποικιλ ίς)] … Dictionary of Greek
χρυσαορικός — ή, όν, Α [χρυσάορος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χρυσάορο … Dictionary of Greek