-
1 χρούστη
χρούστη, ἡ, = Lat.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρούστη
См. также в других словарях:
χρούστη — ἡ, Α κρούστα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. crusta «σκληρή επιφάνεια, κέλυφος» (πρβλ. και τον νεοελλ. τ. κρούστα)] … Dictionary of Greek