Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

χρονολογικῶς

См. также в других словарях:

  • χρονολογικός — ή, ό, Ν [χρονολογώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χρονολογία («χρονολογική σειρά»). επίρρ... χρονολογικώς και χρονολογικά Ν από χρονολογική άποψη …   Dictionary of Greek

  • Δετζώρτζης, Νάσος — (Κέρκυρα 1911 –). Επιμελητής εκδόσεων και λογοτέχνης. Φοίτησε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Σταδιοδρόμησε, αρχικά, ως γραμματέας του περιοδικού Νέα Εστία και στη συνέχεια, ως υπάλληλος της… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»