Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

χρονοκρατορία

См. также в других словарях:

  • χρονοκρατορία — χρονοκρατορίᾱ , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem nom/voc/acc dual χρονοκρατορίᾱ , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονοκρατορία — ἡ, Α [χρονοκράτωρ, ορος] αστρολ. κυριαρχία κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου …   Dictionary of Greek

  • χρονοκρατορίας — χρονοκρατορίᾱς , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem acc pl χρονοκρατορίᾱς , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρονοκρατορίαν — χρονοκρατορίᾱν , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παροδικός — ή, ό / παροδικός, ή, όν, ΝΜΑ [πάροδος] περαστικός, πρόσκαιρος, προσωρινός, αυτός που περνάει γρήγορα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο τού χορού στην ορχήστρα («παροδικὸν μέλος» άσμα που άδει πρώτο ο χορός,… …   Dictionary of Greek

  • μεταπαραδίδωμι — (Α) [παραδίδωμι] 1. παραδίδω κάτι σε κάποιον άλλο μετά από άλλον, μεταβιβάζω 2. μεταφέρω 3. αστρολ. παραδίδω ή παραχωρώ τη χρονοκρατορία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»