-
1 χρονοκρατορία
χρονοκρατορίᾱ, χρονοκρατορίαto be dominant for a specified period: fem nom /voc /acc dualχρονοκρατορίᾱ, χρονοκρατορίαto be dominant for a specified period: fem nom /voc sg (attic doric aeolic) -
2 χρονοκρατορίας
χρονοκρατορίᾱς, χρονοκρατορίαto be dominant for a specified period: fem acc plχρονοκρατορίᾱς, χρονοκρατορίαto be dominant for a specified period: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 χρονοκρατορίαν
χρονοκρατορίᾱν, χρονοκρατορίαto be dominant for a specified period: fem acc sg (attic doric aeolic) -
4 μεταπαραδίδωμι
A hand down,τῷ μεθ' ἑαυτὸν ἱερεῖ τι BCH44.79d2
([place name] Lagina);< καθ>άπερ μυστήρια Iamb.VP32.226
; transfer, IG14.759.22 ([place name] Naples), PMag.Par.1.501: Astrol., yield up the χρονοκρατορία, Vett.Val.163.25.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταπαραδίδωμι
-
5 ἐπέμβασις
A attack, advance, D.H.3.19 (pl.).2 pl., steps,τῶν κρηπίδων IG22.1671.10
, 13 (iv B. C.).II Astrol., commencement of χρονοκρατορία, Man.5.80, Ptol.Tetr. 141, al., Paul.Al.R.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπέμβασις
См. также в других словарях:
χρονοκρατορία — χρονοκρατορίᾱ , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem nom/voc/acc dual χρονοκρατορίᾱ , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονοκρατορία — ἡ, Α [χρονοκράτωρ, ορος] αστρολ. κυριαρχία κατά τη διάρκεια ορισμένης χρονικής περιόδου … Dictionary of Greek
χρονοκρατορίας — χρονοκρατορίᾱς , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem acc pl χρονοκρατορίᾱς , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονοκρατορίαν — χρονοκρατορίᾱν , χρονοκρατορία to be dominant for a specified period fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροδικός — ή, ό / παροδικός, ή, όν, ΝΜΑ [πάροδος] περαστικός, πρόσκαιρος, προσωρινός, αυτός που περνάει γρήγορα αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πάροδο, δηλ. στην είσοδο τού χορού στην ορχήστρα («παροδικὸν μέλος» άσμα που άδει πρώτο ο χορός,… … Dictionary of Greek
μεταπαραδίδωμι — (Α) [παραδίδωμι] 1. παραδίδω κάτι σε κάποιον άλλο μετά από άλλον, μεταβιβάζω 2. μεταφέρω 3. αστρολ. παραδίδω ή παραχωρώ τη χρονοκρατορία … Dictionary of Greek