-
1 χρονογραφιών
-
2 χρονογραφιῶν
См. также в других словарях:
χρονογραφιῶν — χρονογραφία chronological record fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
APION — I. APION Tiberii temporibus et ultra floruit, περιεργότατος Γραμματικῶν, Grammaticorum curiosissimus, ut Africano apud Eusebium vocatur; ἀνὴρ δοκιμώτατος, vir celeberrimus, uti dicitur Tatiano, Literis homo multis praeditus, rerumque Graecarum… … Hofmann J. Lexicon universale
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
χρονογράφος — ο, ΝΜΑ συγγραφέας χρονικών, χρονικογράφος νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) συγγραφέας χρονογραφημάτων 2. τεχνολ. α) συσκευή, κατά κανόνα μορφής ωρολογιού, η οποία, πέρα από την ένδειξη τής ώρας, έχει και καταμετρητή χρονικών διαστημάτων β) αυτογραφική … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Κιγάλας, Ματθαίος — (Λευκωσία 1590; – Βενετία 1642). Λόγιος ιερέας και εκδότης. Ήταν πατέρας του Ιλαρίωνα Κιγάλα (βλ. λ.). Το 1630 εγκαταστάθηκε στη Βενετία ως εφημέριος του ναού της ελληνικής παροικίας. Παράλληλα, όμως, ασχολήθηκε με εκδόσεις κυρίως λειτουργικών… … Dictionary of Greek