-
1 χρονιωθή
-
2 χρονιωθῇ
-
3 χρονιόομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρονιόομαι
См. также в других словарях:
χρονιωθῇ — χρονιόομαι become chronic aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)