Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

χρηστήριος

См. также в других словарях:

  • χρηστήριος — ία, ον, θηλ. και ος, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μαντείο, προφητικός («χρηστηρίους ὄρνιθας», Αισχύλ.) 2. (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) αυτός που δίνει χρησμούς 3. αυτός που προορίζεται ή είναι κατάλληλος για χρήση, χρηστικός 4. (το ουδ …   Dictionary of Greek

  • χρηστηρίους — χρηστήριος oracular masc acc pl χρηστήριος oracular masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστήριε — χρηστήριος oracular masc voc sg χρηστήριος oracular masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστήριον — an oracle neut nom/voc/acc sg χρηστήριος oracular masc acc sg χρηστήριος oracular neut nom/voc/acc sg χρηστήριος oracular masc/fem acc sg χρηστήριος oracular neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστηρίων — χρηστήριον an oracle neut gen pl χρηστήριος oracular fem gen pl χρηστήριος oracular masc/neut gen pl χρηστήριος oracular masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστηρίοις — χρηστήριον an oracle neut dat pl χρηστήριος oracular masc/neut dat pl χρηστήριος oracular masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστηρίοισι — χρηστήριον an oracle neut dat pl (epic ionic aeolic) χρηστήριος oracular masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) χρηστήριος oracular masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστηρίου — χρηστήριον an oracle neut gen sg χρηστήριος oracular masc/neut gen sg χρηστήριος oracular masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστηρίῳ — χρηστήριον an oracle neut dat sg χρηστήριος oracular masc/neut dat sg χρηστήριος oracular masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστήρια — χρηστήριον an oracle neut nom/voc/acc pl χρηστήριος oracular neut nom/voc/acc pl χρηστήριος oracular neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρηστηριάζω — Α [χρηστήριος] 1. χρησμοδοτώ 2. (συν. μέσ.) χρηστηριάζομαι α) συμβουλεύομαι μαντείο, ζητώ και παίρνω χρησμό («ἐπειρώτα δὲ τάδε χρηστηριαζόμενος», Ηρόδ.) β) (σε συνεκφ. με τη δοτ. θεῷ) επερωτώ κάποιον θεό γ) (σε συνεκφ. με τη δοτ. ἱροῑσι) προλέγω… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»