-
1 χρηστότης
χρηστότης, ητος, ἡ, 1) Brauchbarkeit, Nützlichkeit, Tüchtigkeit, Güte, Sp. – 2) von Menschen, Güte, Biederkeit, Bravheit, Rechtlichkeit, Einfalt, im guten u. schlimmen Sinne; ἀσκεῖν χρηστότητα Eur. Suppl. 896; τῆς χρηστότητος ἀπολαῦσαι Is. 2, 7; bei Plat. defin. 412 e erkl. χρηστ. ἤϑους ἀπλαστία μετ' εὐλογιστίας.
-
2 χρηστότης
-
3 ἀγαθωσύνη
-
4 ἀγαθότης
См. также в других словарях:
χρηστότης — goodness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστότησιν — χρηστότης goodness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστότητα — χρηστότης goodness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστότητες — χρηστότης goodness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστότητι — χρηστότης goodness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστότητος — χρηστότης goodness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηστότητ' — χρηστότητα , χρηστότης goodness fem acc sg χρηστότητι , χρηστότης goodness fem dat sg χρηστότητε , χρηστότης goodness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благостыни — БЛАГОСТЫН|И (85), Ѣ ( Ѧ) с. 1.Доброта, милосердие, благосклонность: молю ти сѩ. ˫ако да възвеличаю и азъ. съ моученикома. исусе христе мъногоую твою благостыню. Стих 1156 1163, 104; о колико бл҃гостын˫а твоѥ˫а г҃и ˫ако показалъ ѥси такъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
благость — БЛАГОСТ|Ь (120), И с. 1.Доброта, милосердие, милость: поне же слышимъ б҃а глагѡлюштѩ. ˫Ако ноуждьно ѥсть цр҃ствиѥ нб҃сьноѥ. и ноужьници въсхыщають ѥ. вѣроуѥмъ бл҃гости ѥго. Изб 1076, 219; о бл҃гости б҃жи˫а ѥже бо испьрва мѣсто назнаменавъ и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
χρηστότητα — η / χρηστότης, ητος, ΝΜΑ [χρηστός] η ιδιότητα τού χρηστού, ηθικότητα, εντιμότητα μσν. αρχ. αγαθότητα ψυχής, καλοσύνη («ἵνα τὴν ὅλην αὐτοῡ χρηστότητα καὶ φιλανθρωπίαν εἰς ἡμᾱς ἐπιδείξηται τοὺς ἁμαρτωλούς», Μιχ. Ατταλ.) αρχ. 1. μωρία, ανοησία 2. φρ … Dictionary of Greek
Virtue — (Latin virtus ; Greek Polytonic|ἀρετή) is moral excellence. Personal virtues are characteristics valued as promoting individual and collective well being, and thus good by definition. The opposite of virtue is vice.Etymologically the word virtue… … Wikipedia