-
1 χρηστο-μαθής
χρηστο-μαθής, ές, 1) lernbegierig, wißbegierig, Sp. – 2) der alles Brauchbare, Nöthige, zu einer Wissenschaft Gehörige erlernt hat; Cic. Att. 1, 6; Clem. Al.
-
2 χρηστομαθής
χρηστο-μᾰθής, ὁA, ἡ
an adept in polite learning,Cic.
Att.1.6.2. Adv.-θῶς, εἴρηται Phld.Mus.p.83K.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρηστομαθής
-
3 χρηστομαθής
χρηστο-μαθής, ές, (1) lernbegierig, wißbegierig; (2) der alles Brauchbare, Nötige, zu einer Wissenschaft Gehörige erlernt hat -
4 χρηστομαθης
См. также в других словарях:
κακομαθής — ές (Α κακομαθής, ές) αυτός που μαθαίνει κάτι δύσκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μαθής (< μάθος), πρβλ. φιλο μαθής, χρηστο μαθής] … Dictionary of Greek
πολυμαθής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει μάθει και γνωρίζει πολλά, αυτός που έχει πολλές γνώσεις. επίρρ... πολυμαθῶς Α με πολυμάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + μαθής (< μάθος, τό «μάθηση, γνώση» < μανθάνω), πρβλ. χρηστο μαθής] … Dictionary of Greek
φιλομαθής — ές, ΜΑ επιρρεπής στα πάθη, στις σαρκικές επιθυμίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + παθής (< πάθος), πρβλ. πολυ παθής]. ές, ΝΜΑ αυτός που τού αρέσει η μάθηση, η απόκτηση γνώσεων αρχ. 1. (με γεν. πράγματος) αυτός που επιδιώκει να μάθει κάτι 2. το ουδ … Dictionary of Greek