-
1 χρησμός
-
2 χρησμός
A oracular response, oracle, Pi.P.4.60, SIG1044.49 (Halic., iv/iii B. C.), etc.;χ. ἀσήμους δυσκρίτως τ' εἰρημένους A.Pr. 662
; ; σφι χρησμὸν ἔφαινε delivered an oracle to them, Hdt.1.159;ᾄδειν Th.2.21
(cf. χρησμῳδός) ; εὔτεκνοι χ. promising happy progeny, E. Ion 424;χ. ἔμμετρος Plu.2.396c
; καταλογάδην τοὺς χ. λέγειν ib. 397d; χρησμὸς.. περαίνεται is fulfilled, E.Ph. 1703;χρησμοῦ ὄντος.. τὴν πόλιν διαφθαρῆναι Pl.R. 415c
; ὥσπερ χρησμοὺς γράψαντες, i. e. with all solemnity, Lycurg.92, cf. Isoc.4.171.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρησμός
-
3 χρησμός
χρησμόςoracular response: masc nom sg -
4 χρησμοί
χρησμόςoracular response: masc nom /voc pl -
5 χρησμούς
χρησμόςoracular response: masc acc pl -
6 χρησμόν
χρησμόςoracular response: masc acc sg -
7 χρησμώς
χρησμόςoracular response: masc acc pl (doric) -
8 χρησμώ
χρησμόςoracular response: masc gen sg (doric aeolic)——————χρησμόςoracular response: masc dat sg -
9 χρησμοίς
-
10 χρησμοῖς
-
11 χρησμοίσι
-
12 χρησμοῖσι
-
13 χρησμοίσιν
-
14 χρησμοῖσιν
-
15 χρησμού
-
16 χρησμοῦ
-
17 χρησμώι
-
18 χρησμῶι
-
19 χρησμών
-
20 χρησμῶν
См. также в других словарях:
χρησμός — oracular response masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμός — ο, ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησζμός Α απάντηση μαντείου, προφητεία για τα μέλλοντα νεοελλ. μτφ. διφορούμενη και ασαφής έκφραση αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «τιμωρία» β) (στην αιτ.) χρησμόν «κλύδωνα» 2. φρ. α) «εὔτεκνοι χρησμοί» προφητείες σχετικές με… … Dictionary of Greek
χρησμός — ο 1. μαντεία, προφητεία. 2. διφορούμενη έκφραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρησμοῖς — χρησμός oracular response masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοῖσι — χρησμός oracular response masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοῖσιν — χρησμός oracular response masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοί — χρησμός oracular response masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμοῦ — χρησμός oracular response masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμούς — χρησμός oracular response masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμῶ — χρησμός oracular response masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρησμῶν — χρησμός oracular response masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)