-
1 χρησμού
-
2 χρησμοῦ
-
3 Λᾷος
Λᾱος father of Oidipous. ἔκτεινε Λᾷον μόριμος υἱός (Hermann: Λάιος codd.) O. 2.38 test., Σ, O. 2.70d, ἐν δὲ τοῖς παιᾶσιν εἴρηται περὶ τοῦ χρησμοῦ τοῦ ἐκπεσόντος Λαίῳ· καθὰ καὶ Μνασέας ἐν τῷ περὶ τῶν χρησμῶν γράφει, Λάιε Λαβδακίδη, ἀνδρῶν περιώνυμε πάντων” fr. 68. -
4 σκολιός
A curved, bent (opp. ὀρθός, εὐθύς), σ. σίδηρος Hdt.2.86
;σ. σκίπωνι E.Hec.65
(anap.); of rivers and paths, winding,ποταμός Hdt. 1.185
, cf. 2.29;Μαίανδρος σ. εἰς ὑπερβολήν Str.12.8.15
; οἶμος, ἀτραπός, etc., A.R.4.1541, Nic.Th. 478, etc.; ;λαβύρινθος Call.Del. 311
;πλέγμα ἕλικος AP7.24
(Simon.);πλοκαμῖδες Nonn.D.14.182
; twisted, tangled,βάτος AP7.315
(Zenod. or Rhian.), cf. 11.33 (Phil.); ἐς τὸ ς. Hp.Art.37.2 bent sideways,δουλείη κεφαλή, σκολιή Thgn.536
; ; ἵππος ς. crooked made or going askew, Pl.Phdr. 253d.II metaph., crooked, i.e. unjust, unrighteous,θέμιστες Il.16.387
; μῦθοι, δίκαι, Hes.Op. 194, 221; αἰ σκολιὰν (sc. ῥήτραν) ὁ δᾶμος ἕλοιτο, Spartan law ap. Plu.Lyc.6;λόγος Thgn.1147
; ;πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς Id.P.2.85
; riddling, obscure,ῥημάτια Luc.
Bis Acc.16; τὸ σ. τῆς εἰσόδου (into true science) Vett.Val.250.23: rarely of men, ἰθύνει σκολιόν makes the crooked one straight, Hes.Op.7;σ. καὶ φοβερός Plu.2.551f
: with Verbs, σκολιὰ φρονεῖν, opp. εὐθὺς ἔμμεν, Scol.16;σ. πράττειν Pl.Tht. 173a
; τυφλὰ καὶ ς. Id.R. 506c, cf. Grg. 525a; σκολιά, τά, indirect methods, Cic.Att.13.39.2. Adv. , 262;σ. ἔχοντος τοῦ χρησμοῦ D.S.16.91
;εἰς πλάγια καὶ σκολιά Pl.Tht. 194b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σκολιός
-
5 χρεών
χρεών, [dialect] Ion. [full] χρεόν (the form best attested in Parm.8.45 and Hdt.); also [full] χρειών, Democr.55, τό: gen.A , HF21, but little used save in nom. and acc.:—that which must be,κατὰ τὸ χ. Anaximand.1
(Diels Vorsokr.5);τὴν μοῖραν εἰς τὸ μὴ χ. παραστρέφων E.Fr.491.3
;χ. τοῦ χρησμοῦ Plu.Nic.14
.II necessity, fate,ἥ τε ἡλικία καὶ τὸ χ. Pl.Phdr. 255a
;μοίρας τοῦ χρεών τ' ἀπαλλαγή E.Hipp. 1256
;εἰς τὸ χ. ἰέναι Pl.Ax. 364c
; ἀπελθεῖν εἰς τὸ χ., εἰς τὸ χ. ἀπαλλάσσεσθαι, Str.1.3.21, J.AJ7.15.1; οἱ τὴν εἰς τὸ χ. πορευόμενοι (cj. for ποιούμενοι), v. l. τῶν εἰς τὸ χ. ὁδευόντων, Plu.2.113c;τό τοι χρεὼν οὐκ ἔστι μὴ χρεὼν ποιεῖν Trag.Adesp.368
;ὅ τι γὰρ μὴ χ. οὔτοι χ. παθεῖν E. Ba. 515
; [Ἀλέξανδρον] τὸ χ. ἐν Βαβυλῶνι κατέλαβε Jul.Or.3.107c
.2 mostly in the phrase χρεών (sc. ἐστι), like χρή, it is necessary, c. inf., Thgn.564, A.Ag. 922, S.OT 633, Democr. l. c., etc.: c. acc. et inf., Pi.P.2.52, Hdt.1.41,57, 2.133, A.Pr. 772, 970, al., S.Ph. 1439, Ar. Eq. 138, Th.5.49;τὸ χ. γενέσθαι Hdt.7.17
.3 sts. as a neut. part. (like ἐξόν, etc.), it being necessary, since it was necessary, Id.5.50.III less freq., that which is expedient or right,ὅρκον δ' οὔτ' ἄδικον χ. ἔμμεναι οὔτε δίκαιον Choeril.7
; (lyr.);μητέρ' εἰ χ. ταύτην προσαυδᾶν Id.El. 273
, cf. 983, Ar.Nu. 1446(lyr.), etc.; with the Art.,ἔκανες ὃν οὐ χρῆν, καὶ τὸ μὴ χ. πάθε A.
Ch..930: abs. in part., ὑμεῖς ἂν οὐ χ. ἄρχοιτε ye would rule unrightfully, Th.3.40.—In Trag. χρεών ( = χρή ) appears without ἐστί or ἦν; in Ar. and Prose the verb is more commonly added, but not in Ar.Nu. l. c., Pl.Sph. 220d, Criti. 107b, al.IV as Adj.,τῷ χ. πόσει E.Fr. 501
. (Not in Hom. or Hes., Od.15.201 being f. l. for χρεώ.) [In Poets χρεών is sts. monosyll., as in Choeril. l. c., Parm.4.5, al.; outside of hexameters prob. always disyll., since χρή can be restored in E.IT 1486, Fr.733.3.] (From χρεώ, with addition of ν from the synonym δέον; when used as part. abs., as in Sol.Fr.34.6, Th.3.40, from χρεὼ ὄν.) -
6 χρησμός
A oracular response, oracle, Pi.P.4.60, SIG1044.49 (Halic., iv/iii B. C.), etc.;χ. ἀσήμους δυσκρίτως τ' εἰρημένους A.Pr. 662
; ; σφι χρησμὸν ἔφαινε delivered an oracle to them, Hdt.1.159;ᾄδειν Th.2.21
(cf. χρησμῳδός) ; εὔτεκνοι χ. promising happy progeny, E. Ion 424;χ. ἔμμετρος Plu.2.396c
; καταλογάδην τοὺς χ. λέγειν ib. 397d; χρησμὸς.. περαίνεται is fulfilled, E.Ph. 1703;χρησμοῦ ὄντος.. τὴν πόλιν διαφθαρῆναι Pl.R. 415c
; ὥσπερ χρησμοὺς γράψαντες, i. e. with all solemnity, Lycurg.92, cf. Isoc.4.171.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρησμός
-
7 ἁμαρτάνω
Aἁμαρτήσομαι Od.9.512
, Th.4.55, etc.; later- ήσω Ev.Matt.18.21
, D.C.59.20, Gal.7.653, ([etym.] δι-) Hp.Praec.9, ([etym.] ἐξ-) Id.Acut. (Sp.)13: [tense] aor. 2ἥμαρτον Thgn.
, Pi., [dialect] Att.; [dialect] Ep. ἤμβροτον, but only ind.; [dialect] Aeol. [ per.] 3sg.ἄμβροτε Sapph.Supp.1.5
, inf.ἀμβρότην IG12(2).1.15
([place name] Mytilene); opt. ἁμάρτοιν (for ἁμάρτοιμι) Cratin.55 (dub.): [tense] aor. 1ἡμάρτησα Emp.115.4
(dub.), AP7.339 (Pall. or Luc.), D.S.2.14: [tense] pf.ἡμάρτηκα Hdt.9.79
, Ar.Pl. 961, etc., [dialect] Att.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἡμαρτήθην Th.2.65
, X.Vect.4.37: [tense] pf. , Antipho 5.77, etc.: [tense] plpf.ἡμάρτητο Th.7.18
, Lys.31.20:—miss the mark, esp. of spear thrown, abs., Il.5.287, etc.;ἔρριψεν, οὐδ' ἥμαρτε A. Fr.80
: c. gen.,φωτὸς ἁ. Il.10.372
; also ; ἁ. τῆς ὁδοῦ miss road, Ar.Pl. 961;τοῦ σκοποῦ Antipho 3.4.5
.2 generally, fail of one's purpose, go wrong, abs., Od.21.155, A.Ag. 1194, etc.: c. gen.,οὔ τι νοήματος ἤμβροτεν ἐσθλοῦ Od.7.292
; μύθων ἡμάρτανε failed of good speech, 11.511; γνώμης, ἐλπίδων, βουλήσεως ἁ., Hdt.1.207, E.Med. 498, Th. 1.33,92; ἁ. τοῦ χρησμοῦ mistake it, Hdt.1.71: c. acc.,ἁ. τὸ ἀληθές Hdt.7.139
(codd., τἀληθέος Schäfer).3 fail of having, be deprived of, mostly c. gen., χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς that I should lose my sight by Ulysses' hands, Od.9.512;τοῦ ῥυσίου θ' ἥμαρτε A.Ag. 535
;ἁ. πιστῆς ἀλόχου E.Alc. 879
, cf. 144:—once with neut. Adj., οὐ γὰρ εἰκὸς.. ἐμὲ ὑμῶν ἁμαρτεῖν τοῦτό γ' 'tis not seemly that I should ask this of you in vain, S.Ph. 231:—rare in Prose,ἡμάρτομεν τῆς Βοιωτίης Hdt.9.7
.β, cf. Th.7.50; δυοῖν κακοῖν οὐκ ἦν ἁμαρτεῖν (i.e. either one or the other) And.1.20, cf. S.El. 1320:—so μηδὲ δυοῖν φθάσαι ἁμάρτωσιν, ἢ.. ἢ .. fail to be before-hand in one of two things, Th.1.33.4 rarely, fail to do, neglect,φίλων ἡμάρτανε δώρων Il.24.68
;ξυμμαχίας ἁμαρτών A.Ag. 213
.II abs., do wrong, err, sin, Il.9.501, Semon.7.111, A.Pr. 262, S.El. 1207, etc.;ἄκοντες ἡμαρτάνομεν Pl.R. 336e
, cf. 340e, etc.:—c. part.,ἥμαρτε χρηστὰ μωμένη S.Tr. 1136
;πρόθυμος ὢν ἥμαρτες E.Or. 1630
, cf. Antipho 2.2.1: c. dat. rei,ἁ. ῥήματι Pl.Grg. 489b
; ; :—with cognate acc.,ἁμαρτίαν ἁ. S.Ph. 1249
, E.Hipp. 320: with neut. Adj. or Pron., αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ' ἤμβροτον I erred in this, Od.22.154;πόλλ' ἁμαρτών A. Supp. 915
;ἀνθρώπινα X.Cyr.3.1.40
: in Prose more freq. ἁ. περί τινος or τι do wrong in a matter, Pl.Lg. 891e, Phdr. 242e; (codd.); ἁ. εἴς τινα sin against.., Hdt. 1.138, S.OC 968; ἐπὶ τὴν ἔλλειψιν, ἐπὶ τὸ πλεῖον, Arist.EN 1126b1, 1118b16; ; .2 [voice] Pass.,ἡμαρτήθη ὁ ἐς Σικελίαν πλοῦς Th.2.65
, etc.: in [tense] pf. part., τἀμὰ δ' ἡμαρτημένα my plans are frustrate, S.OT 621; ; :—τὰ ἡμαρτημένα, τὰ ἁμαρτηθέντα, S.OC 439, 1269, X.An. 5.8.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁμαρτάνω
-
8 ἐπιλανθάνομαι
ἐπιλανθάνομαι mid.: fut. ἐπιλήσομαι LXX; 2 aor. ἐπελαθόμην; pf. (also w. pass. mng., Kühner-G. I p. 120) ἐπιλέλησμαι. Pass: fut. ἐπιλησθήσομαι LXX (s. λανθάνω; Hom.+).① to not have remembrance of someth., forget w. gen. (Hom. et al., also LXX, Philo, Joseph.) of the pers. (cp. also PSI 353, 16; Gen 40:23; Dt 6:12 al.; ApcMos 31) 1 Cl 35:11 (Ps 49:22); B 10:3; Hs 6, 4, 2; GJs 13:2; 15:3. W. gen. of thing (Diod S 4, 61, 6; OGI 116, 15; Herm. Wr. 10, 6; Ps 105:13; 118:16; 1 Macc 1:49; 2 Macc 2:2; Jos., Bell. 6, 107, Ant. 2, 327; 10, 195) Hv 3, 13, 2; GJs 12:2. Foll. by acc. of thing (Hdt. 3, 46 al.; UPZ 61, 10 [161 B.C.]; PLond III, 964, 9 p. 212 [II/III A.D.]; POxy 744, 12; 1489, 3; LXX) τὰ ὀπίσω what lies behind, perh. in the sense disregard, put out of mind (s. 2) Phil 3:13; τὰς ἐντολάς Hs 6, 2, 2. W. inf. foll. (Hyperid. 2, 8; Aelian, VH 3, 31) Mt 16:5; Mk 8:14. W. ὅτι foll. (Jos., C. Ap. 1, 230) 1 Cl 46:7. W. indir. quest. foll. ὁποῖος ἦν what sort of person he was Js 1:24.—Hs 6, 5, 3.② to be inattentive to, neglect, overlook, care nothing about w. gen. of thing (Diod S 4, 64, 1 ἐπιλαθόμενος τοῦ χρησμοῦ=he disregarded the oracle; Ps 9:13; 73:19, 23) τοῦ ἔργου ὑμῶν Hb 6:10. ἐπιλάθου τοῦ πλούτου καὶ τοῦ κάλλους σου no longer give thought to your wealth or beauty AcPl Ha 2, 21. W. neg. (X., Ages. 2, 13 τοῦ θείου) τῆς φιλοξενίας 13:2. τῆς εὐποιί̈ας, κοινωνίας vs. 16. Pass. (cp. Is 23:16) ἓν ἐξ αὐτῶν οὐκ ἔστιν ἐπιλελησμένον ἐνώπιον τοῦ θεοῦ not one of them has escaped God’s notice Lk 12:6.—DELG s.v. λανθάνω. M-M.Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > ἐπιλανθάνομαι
См. также в других словарях:
χρησμοῦ — χρησμός oracular response masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δελφοί — Ορεινή κωμόπολη (υψόμ. 580 μ., 2.373 κάτ.) στην πρώην επαρχία Παρνασσίδος του νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στις νότιες πλαγιές του Παρνασσού, 21 χλμ. ΝΑ της Άμφισσας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Ο σημερινός οικισμός διαδέχτηκε τον παλαιότερο… … Dictionary of Greek
Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… … Dictionary of Greek
αιόλιος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ένας από τους δεκατρείς μνηστήρες της Ιπποδάμειας, που τον σκότωσε ο πατέρας της Οινόμαος για να εμποδίσει τον γάμο της και την επαλήθευση του χρησμού πως θα τον σκότωνε όποιος τη νυμφευόταν. * * * αἰόλιος, ον (Α) Ι [Αἰολίς]… … Dictionary of Greek
θεωρός — Το μέλος της επίσημης αποστολής αντιπροσώπων μιας αρχαίας ελληνικής πόλης σε μεγάλες γιορτές, μαντείες και ιερούς αγώνες. Βλ. λ. θεωρία. * * * ο (ΑΜ θεωρός και δωρ. τ. θεαρός και θεσσ. τ. θεουρός και θευρός) 1. θεατής, παρατηρητής 2.… … Dictionary of Greek
ιπποδάμεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Κόρη του Οινόμαου, βασιλιά της Ήλιδας, και της Πλειάδας Στερόπης (ή της Δαναΐδας Ευρυθόης ή της Ευαρέτης, κόρης του Ακρίσιου και αδελφής του Λευκίππου). Σύμφωνα με τη μυθολογία, οι υποψήφιοι για τον γάμο με την I.… … Dictionary of Greek
κλήδονας — Παλαιότατο λατρευτικό και μαντικό έθιμο, το οποίο διατηρείται ακόμη σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδας. Ο κ. συμπίπτει με την ημέρα του εορτασμού των γενεθλίων του Ιωάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου). Στη Μακεδονία, όμως, συμπίπτει με την Πρωτομαγιά … Dictionary of Greek
Αιθιοπικά — Ερωτικό μυθιστόρημα σε 10 βιβλία, που γράφτηκε από τον Ηλιόδωρο τον Εμεσηνό, τον 3ο ή 4ο αι. μ.Χ. Το μυθιστόρημα, που τιτλοφορείται και Σύνταγμα των περί Θεαγένην και Χαρίκλειαν Αιθιοπικών, αφηγείται τον έρωτα και τις περιπέτειες του Θεαγένη,… … Dictionary of Greek
Ελευσίνα — Πόλη (25.863 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεγαρίδος του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο δυτικό άκρο του νομού, στην ακτή του Σαρωνικού κόλπου, σε απόσταση 24 χλμ. από την Αθήνα. Η πόλη καταλαμβάνει μεγάλο μέρος της ομώνυμης πεδιάδας (το αρχαίο Θριάσιο… … Dictionary of Greek
Ετρούσκοι — Αρχαίος λαός της Ιταλικής χερσονήσου. Οι Ε. υπήρξαν ο σημαντικότερος από τους λαούς που έζησαν στην Ιταλία πριν από τους Ρωμαίους και ο οποίος κατόρθωσε να επικρατήσει σε ένα μεγάλο μέρος της χερσονήσου και να δώσει δείγματα υψηλού πολιτισμού. Οι … Dictionary of Greek
Ησίοδος — (8ος – 7ος αι. π.Χ.).Ποιητής. Γεννήθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας. Θεωρείται ο πατέρας της διδακτικής ποίησης στη Δύση. Ο πατέρας του ήρθε από την Κύμη της Μικράς Ασίας και εγκαταστάθηκε στην Άσκρα της Βοιωτίας τη «χείμα κακή, θέρει αργαλέη, ουδέ… … Dictionary of Greek