-
1 χρησμαγορης
См. также в других словарях:
χρησμαγόρης — ὁ, Α (ως προσωνυμία τού Απόλλωνος) χρησμοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + αγόρης (< ἀγορά), πρβλ. ὑψ αγόρης] … Dictionary of Greek
χρησμαγόρην — χρησμαγόρης utterer of oracles masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)