-
1 χρηματιστηριον
τό1) верховный государственный орган, судилище(εἷς λόγος καὴ κοινὸν χ. Diod.)
2) торговая палата, место заключения коммерческих сделок(χ. καὴ τράπεζα Plut.)
-
2 χρηματιστήριον
χρηματιστήριον, τό, Ort zur Betreibung von Geschäften, bes. – a) Ort zur Betreibung von Handels-od. Geldgeschäften, Börse, καὶ τράπεζα Plut. Caes. 57, Wechslerbude. – b) Ort zur Betreibung von Staatsgeschäften, Berathungszimmer, Gerichtssaal, Audienzsaal, D. Sic. 1, 1. 14, 7. – c) ein Orakel, LXX.
-
3 χρηματιστήριον
χρηματιστήριονplace for transacting business: neut nom /voc /acc sg -
4 χρηματιστήριον
χρηματιστήριον, τό, Ort zur Betreibung von Geschäften; (a) Ort zur Betreibung von Handels- od. Geldgeschäften, Börse; Wechslerbude; (b) Ort zur Betreibung von Staatsgeschäften, Beratungszimmer, Gerichtssaal, Audienzsaal; (c) ein Orakel -
5 χρηματιστήριον
-
6 χρηματιστήριον
χρημᾰτ-ιστήριον, τό,A place for transacting business, council-chamber, D.S.1.1; seat of judgement, LXX 1 Es.3.14(15);τῆς Μακεδονίας Str.7
Fr.20; place of business, Plu.Caes.67.II oracle, sanctuary, of the Holy of Holies, Aq., Sm.3 Ki.6.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χρηματιστήριον
-
7 χρηματιστήρια
χρηματιστήριονplace for transacting business: neut nom /voc /acc pl -
8 πραγματιστήριον
πραγματιστήριον, τό, = χρηματιστήριον, D. Sic. 1, 1, als v. l.
-
9 χρηματιστηρίω
-
10 χρηματιστηρίῳ
См. также в других словарях:
χρηματιστήριον — place for transacting business neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστηρίῳ — χρηματιστήριον place for transacting business neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστήρια — χρηματιστήριον place for transacting business neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματιστήριον — τὸ, Α εσφ. γρφ. τού χρηματιστήριον … Dictionary of Greek
χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… … Dictionary of Greek
ԱՅԳՈՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0080 Chronological Sequence: Early classical, 10c չ. ԱՅԳՈՐԵՄ որ եւ ԱՅԳԱՒՈՐԵԼ. գրի եւ ՅԱՅԳՈՐԵԼ. ԱԳԵՒՈՐԵԼ. Որպէս թէ այգօրել, բարիլուսի երթալ. (լծ. լտ. աւկու՛րօր բարեմաղթել.) Կամ ընդ այգն աւուրն յանդիման լինել մեծի ումեք, եւ ողջունել.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)