-
1 χρηματιστηριον
τό1) верховный государственный орган, судилище(εἷς λόγος καὴ κοινὸν χ. Diod.)
2) торговая палата, место заключения коммерческих сделок(χ. καὴ τράπεζα Plut.)
См. также в других словарях:
χρηματιστήριον — place for transacting business neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστηρίῳ — χρηματιστήριον place for transacting business neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματιστήρια — χρηματιστήριον place for transacting business neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πραγματιστήριον — τὸ, Α εσφ. γρφ. τού χρηματιστήριον … Dictionary of Greek
χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… … Dictionary of Greek
ԱՅԳՈՐԵՄ — (եցի.) NBH 1 0080 Chronological Sequence: Early classical, 10c չ. ԱՅԳՈՐԵՄ որ եւ ԱՅԳԱՒՈՐԵԼ. գրի եւ ՅԱՅԳՈՐԵԼ. ԱԳԵՒՈՐԵԼ. Որպէս թէ այգօրել, բարիլուսի երթալ. (լծ. լտ. աւկու՛րօր բարեմաղթել.) Կամ ընդ այգն աւուրն յանդիման լինել մեծի ումեք, եւ ողջունել.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)