-
1 χρειη
-
2 χρη
I.impers. [χράω IV] (impf. ἐχρῆν и χρῆν; conjct. χρῇ, opt. χρείη; inf. χρῆναι и χρῆν) нужно, необходимо, должно, следует(ἔπος τινὸς εἰρύσσασθαι Hom.; ποιεῖν τι Plat.)
τί χ. με στέγειν ἢ τί λέγειν ; Soph. — что мне скрыть и что сказать?;χρῆν γὰρ Κανδαύλῃ γενέσθαι κακῶς Her. — ибо Кандавлу суждено было плохо кончить;πῶς τοῦτο περᾶσαι χ. τὸ κακόν ; Theocr. — как справиться с этой бедой?;τί με χ. αἴνου ; Hom. — к чему мне хвалить?;οὔ σε χ. αἰδοῦς Hom. — тебе нечего стыдиться - см. тж. χρῆνII.
См. также в других словарях:
χρείη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. χρεία … Dictionary of Greek
χρείη — χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) χρέος that which one needs must pay neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) χρεία need fem nom/voc sg (epic ionic) χρή sum pres opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρείῃ — χρεία need fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROMETHEUS — Iapeti et Clymenes fil. teste Poeta. Κούρην δ᾿ Ι᾿άπετος καλλίσφυρον Ω᾿κεανίνην Η᾿γάγετο Κλυμένην, καὶ ὁμὸν λέχος εἰσανέβαινεν, Η῾δὲ οἰ Α῎τλαντα κρατερόφρονα γείνατο παῖδα. Τίκτε δ᾿ ὑπερκύδαντα Μενοὶτιον, ἠδὲ Προμηθέα Ποικίλον, αἰολομῆτιν. Filium… … Hofmann J. Lexicon universale
καθυφίημι — (Α) (επιτατ. τού υφίημι) 1. παραμελώ με δόλιο τρόπο, προδίδω («καιρὸν ἐάν τις ἑκὼν καθυφῆ τοῑς ἐναντίοις καὶ προδῶ», Δημοσθ.) 2. (για συνηγόρους ή κατηγόρους) συνεννοούμαι κρυφά για να κερδίσει ο αντίδικος, καταπροδίδω τη δίκη, διεξάγω δίκη με… … Dictionary of Greek
σεμνόμαντις — άντεως, ὁ, Α σεβάσμιος μάντης («ὡς χρείη μ ἐπὶ τὸν σεμνόμαντιν ἄνδρα πέμψασθαί τινα;», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνός + μάντις] … Dictionary of Greek
χρεία — η, ΝΜΑ, και χρειά Ν, και ιων. τ. χρείη και αιολ. τ. χρήα και χρέα και κρητ. τ. χρηΐα Α 1. ανάγκη, επιτακτικός λόγος (α. «αν η χρεία τό καλέσει» αν παραστεί ανάγκη β. «καὶ μὴ χρείᾳ πολεμῶμεν», Σοφ.) 2. στέρηση, έλλειψη, ένδεια, φτώχεια (α. «δεν… … Dictionary of Greek