Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

χρειάζονται

  • 1 ένεση

    [-ις (-εως)] η
    1) инъекция, вливание, впрыскивание, укол;

    ενδοφλεβική (ενδομυϊκή) ένεση — внутривенное (внутримышечное) вливание;

    κάνω ένεση — делать укол, впрыскивать;

    2) перен. воодушевление, ободрение, поддержка;
    χρειάζονται μερικές ενέσεις στο ηθικό του его нужно немного (морально) поддержать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ένεση

  • 2 έργο(ν)

    τό
    1) работа, занятие, дело;

    τί έργο(ν) κάνεις; — чем ты занимаешься?;

    2) творение, произведение, сочинение;

    ποιητικό έργο(ν) — поэтическое произведение;

    ζωγραφικό έργο(ν) — произведение живописи;

    έργο(ν) τέχνης — произведение искусства;

    θεατρικό έργο(ν) — пьеса;

    γλυπτικό έργο(ν) — скульптура;

    τό έργο(ν) των χειρών μου — дело моих рук;

    3) перен. дело, действие; дела; поступки;

    έργα αγαθά — добрые дела;

    η ζωή και το έργο(ν) — жизнь и деятельность;

    χρειάζονται έργα και όχι λόγια — нужны дела, а не слова;

    από τα λόγια έρχομαι στα έργα — переходить от слов к делу;

    έργ όλης της ζωής μου — дело всей моей жизни;

    έργο(ν) φρονήσεως — благоразумный акт;

    4) сооружение, постройка;

    τεχνικά έργα — технические сооружения;

    οχυρωματικά έργα — оборонительные, фортификационные сооружения или работы;

    5) работы;

    δημόσια έργα — общественные работы;

    καταναγκαστικά έργα — принудительные работы;

    6) долг, обязанность;

    τό θεωρώ έργο(ν) — считать долгом, обязанностью;

    έργο(ν) μου είναι να... — мой долг...;

    δεν είναι ιδικόν μου έργο(ν) να... — это не моя обязанность;

    7) театр., кино постановка, пьеса; фильм;

    τί έργο(ν) παίζεται στο Εθνικό; — что идёт в «Этнико»?;

    8) задание, норма;

    τελειώνω το έργο(ν) μου — выполнять своё задание;

    9) физ. работа;
    10): έργω (δοτ.) в.действительности, на деле, в самом деле, фактически; έργω βοήθεια реальная помощь;

    § τίθεμαι επί το έργο(ν) — приступать к делу;

    εις έργ! — к делу!;

    ευχής έργο(ν) θα ήτο — было бы желательно;

    είναι έργο(ν) μου — это моё дело;

    άλλος ο κυρ λόγος και άλλος είν' ο εργος, λόγω μεν δίκαιος, εργω δε άδικος погов, на словах одно, а на деле другое;

    μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου — очень странно!, удивительно!, удивительны дело твой, господи!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έργο(ν)

  • 3 έργο(ν)

    τό
    1) работа, занятие, дело;

    τί έργο(ν) κάνεις; — чем ты занимаешься?;

    2) творение, произведение, сочинение;

    ποιητικό έργο(ν) — поэтическое произведение;

    ζωγραφικό έργο(ν) — произведение живописи;

    έργο(ν) τέχνης — произведение искусства;

    θεατρικό έργο(ν) — пьеса;

    γλυπτικό έργο(ν) — скульптура;

    τό έργο(ν) των χειρών μου — дело моих рук;

    3) перен. дело, действие; дела; поступки;

    έργα αγαθά — добрые дела;

    η ζωή και το έργο(ν) — жизнь и деятельность;

    χρειάζονται έργα και όχι λόγια — нужны дела, а не слова;

    από τα λόγια έρχομαι στα έργα — переходить от слов к делу;

    έργ όλης της ζωής μου — дело всей моей жизни;

    έργο(ν) φρονήσεως — благоразумный акт;

    4) сооружение, постройка;

    τεχνικά έργα — технические сооружения;

    οχυρωματικά έργα — оборонительные, фортификационные сооружения или работы;

    5) работы;

    δημόσια έργα — общественные работы;

    καταναγκαστικά έργα — принудительные работы;

    6) долг, обязанность;

    τό θεωρώ έργο(ν) — считать долгом, обязанностью;

    έργο(ν) μου είναι να... — мой долг...;

    δεν είναι ιδικόν μου έργο(ν) να... — это не моя обязанность;

    7) театр., кино постановка, пьеса; фильм;

    τί έργο(ν) παίζεται στο Εθνικό; — что идёт в «Этнико»?;

    8) задание, норма;

    τελειώνω το έργο(ν) μου — выполнять своё задание;

    9) физ. работа;
    10): έργω (δοτ.) в.действительности, на деле, в самом деле, фактически; έργω βοήθεια реальная помощь;

    § τίθεμαι επί το έργο(ν) — приступать к делу;

    εις έργ! — к делу!;

    ευχής έργο(ν) θα ήτο — было бы желательно;

    είναι έργο(ν) μου — это моё дело;

    άλλος ο κυρ λόγος και άλλος είν' ο εργος, λόγω μεν δίκαιος, εργω δε άδικος погов, на словах одно, а на деле другое;

    μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα σου — очень странно!, удивительно!, удивительны дело твой, господи!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έργο(ν)

  • 4 μερικός

    η, ό[ν]
    1) частичный;

    μερική έκλειψη της σελήνης — частичное затмение луны;

    μερική επιτυχία — частичный успех;

    μερική επιστράτευση ( — или κινητοποίηση) — частичная мобилизация;

    μερική εφαρμογή τού νόμου — частичное применение закона;

    2.) частный, особый, отдельный;

    μερική περίπτωση — частный случай;

    3) πλ. некоторые; немногие, несколько;

    μου χρειάζονται μερικά βιβλία ο) — мне нужны некоторые книги; — б) мне нужно иметь несколько книг;

    έχω μερικά χρήματα — у меня есть немного денег;

    μερικες φορές — а) иногда; — б) несколько раз;

    μερικοί άνθρωποι — а) несколько человек; — б) некоторые люди;

    § μερικοί μερικοί — некоторые, кое-кто (при намёке)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μερικός

  • 5 όσος

    η, ο[ν] αντων.
    1) столько; столько сколько; сколько бы ни; όσες φορές τον ρώτησα... сколько бы я его ни спрашивал...; ήρθαν όσοι χρειάζονται пришло (людей) столько, сколько нужно; 2) все те, которые; все, кто;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > όσος

См. также в других словарях:

  • βιογεωχημικοί κύκλοι — Διεργασίες επιστροφής των χημικών στοιχείων στα οικοσυστήματα μετά τον θάνατο των έμβιων οργανισμών. Αναγκαία προϋπόθεση για την ύπαρξη των οικοσυστημάτων και συνεπώς για την επιβίωση των οργανισμών είναι η εισαγωγή ενέργειας και η ύπαρξη των… …   Dictionary of Greek

  • άνθος — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… …   Dictionary of Greek

  • ανθός — Βασικό τμήμα κάθε φυτού, αν και υπάρχουν φυτά που δεν ανθοφορούν.Λέγεται και λουλούδι. Το ά. είναι το μέρος του φυτού που περιέχει τα όργανα της εγγενούς αναπαραγωγής· κατά κανόνα είναι το πιο όμορφο, το πιο φανταχτερό και το πιο ευωδιαστό μέρος… …   Dictionary of Greek

  • εμπόριο — Οικονομική ασχολία η οποία, μέσω πράξεων αγοραπωλησίας, μεταβιβάζει τα αγαθά των παραγωγών στους καταναλωτές (ή άλλους παραγωγούς) στην ποσότητα, στον τόπο και στη στιγμή που χρειάζονται. Βασική είναι η διάκριση ανάμεσα σε εσωτερικό και σε… …   Dictionary of Greek

  • ζεύξη, ασυρματική — Σύστημα επικοινωνίας, που λειτουργεί με την εκπομπή ραδιοκυμάτων μεταξύ δύο, συνήθως σταθερών, σταθμών. Το φάσμα των συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται στις ζεύξεις εκτείνεται από 50 έως 5.000 ΜΗz και άνω. Όταν λειτουργούν στις συχνότητες αυτές και… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλικά στοιχεία — Χημικά στοιχεία, τα οποία είναι ζωτικά για την καλή λειτουργία και ανάπτυξη του οργανισμού. Τα κύρια μ.σ., που χρειάζονται σε σχετικά μεγάλες ποσότητες, είναι το ασβέστιο, ο φώσφορος, το νάτριο, το κάλιο, το μαγνήσιο, το χλώριο και το θείο. Τα… …   Dictionary of Greek

  • άζωτο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ν. Ανήκει στην πέμπτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει ατομικό αριθμό 7 και ατομικό βάρος 14,008. Οφείλει το όνομά του (α στερητικό + ζωή) στο ότι δεν συντελεί στην αναπνοή και συνεπώς δεν διατηρεί τη ζωή. Το… …   Dictionary of Greek

  • άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… …   Dictionary of Greek

  • ακτινοβολία — (αγγλ. radiation). Γενικός όρος με τον οποίο στη φυσική υποδηλώνονται τα φαινόμενα εκπομπής, διάδοσης και απορρόφησης ενέργειας από μέρους σωμάτων, με τη μορφή είτε κυμάτων (α. ηχητική, α. ηλεκτρομαγνητική) είτε σωματιδίων. Οι α. μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • αναβολισμός — Το σύνολο των κυτταρικών αντιδράσεων που συμμετέχουν στη σύνθεση συστατικών ή προϊόντων του κυττάρου από απλούστερες ουσίες. Κατά γενικό κανόνα, οι αντιδράσεις αυτές είναι ενδεργονικές, δηλαδή χρειάζονται ενέργεια για να γίνουν. Την ενέργεια αυτή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»