Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χρειάζομαι

  • 21 need

    [ni:d] 1. negative short form - needn't; verb
    1) (to require: This page needs to be checked again; This page needs checking again; Do you need any help?) χρειάζομαι,έχω ανάγκη
    2) (to be obliged: You need to work hard if you want to succeed; They don't need to come until six o'clock; She needn't have given me such an expensive present.) χρειάζεται(να),είναι ανάγκη(να),πρέπει(να)
    2. noun
    1) (something essential, that one must have: Food is one of our basic needs.) ανάγκη
    2) (poverty or other difficulty: Many people are in great need.) ένδεια,δύσκολη θέση
    3) (a reason: There is no need for panic.) λόγος
    - needlessly
    - needy
    - a need for
    - in need of

    English-Greek dictionary > need

  • 22 require

    1) (to need: Is there anything else you require?) χρειάζομαι
    2) (to ask, force or order to do something: You are required by law to send your children to school; I will do everything that is required of me.) απαιτώ

    English-Greek dictionary > require

  • 23 want

    [wont] 1. verb
    1) (to be interested in having or doing, or to wish to have or do (something); to desire: Do you want a cigarette?; She wants to know where he is; She wants to go home.) θέλω
    2) (to need: This wall wants a coat of paint.) χρειάζομαι
    3) (to lack: This house wants none of the usual modern features but I do not like it; The people will want (= be poor) no longer.) στερούμαι
    2. noun
    1) (something desired: The child has a long list of wants.) επιθυμία
    2) (poverty: They have lived in want for many years.) φτώχεια, στέρηση
    3) (a lack: There's no want of opportunities these days.) έλλειψη
    - want ad
    - want for

    English-Greek dictionary > want

  • 24 нуждаться

    [νουζντάτ'σα] ρ. χρειάζομαι

    Русско-греческий новый словарь > нуждаться

  • 25 требоваться

    [τριέμπαβατσα] ρ. απαιτούμαι, χρειάζομαι

    Русско-греческий новый словарь > требоваться

  • 26 нуждаться

    [νουζντάτ'σα] ρ χρειάζομαι

    Русско-эллинский словарь > нуждаться

  • 27 требоваться

    [τριέμπαβατσα] ρ απαιτούμαι, χρειάζομαι

    Русско-эллинский словарь > требоваться

  • 28 годиться

    гожусь, годишься, ρ.δ. χρειάζομαι, είμαι κατάλληλος, ταιριάζω, αρμόζω, κάνω•

    никуда не -ится δεν κάνει για τίποτε•

    эти ботинки мне -ятся αυτά τα μποτίνια μου κάνουν (ταιριάζουν στο πόδι μου).

    απρόσ. με το αρνητικό μόριο не• не -ится δεν αρμόζει, δεν ταιριάζει, δεν πρέπει, δεν κάνει.
    εκφρ.
    годиться в отцы – έχω την ίδια ηλικία με τον πατέρα κάποιου•
    годиться в сыновья – είμαι συνομήλικος με το γιο κάποιου....

    Большой русско-греческий словарь > годиться

  • 29 идти

    иду, идшь; παρλθ. χρ. шёл, шла, шло; μτχ. παρλθ. χρ. шедший, επιρ. μτχ. идя κ. идучи
    ρ.δ.
    1. πηγαίνω, πορεύομαι, μεταβαίνω, βαδίζω πεζός•

    идти на цыпочках βαδίζω στα δάχτυλα•

    идти медленно βαδίζω αργά.

    || έρχομαι•

    я иду из библиотеки έρχομαι από τη βιβλιοθήκη.

    || τρέχω•

    иду с большой скоростью τρέχω με μεγάλη ταχύτητα.

    || κινούμαι, κατευθύνομαι•

    в магазин πηγαίνω στο μαγαζί.

    2. μτφ. μπαίνω (σε υπηρεσία, οργάνωση κ.τ.τ.)• иду в партию μπαίνω στο κόμμα (γίνομαι μέλος του κόμματος)•

    иду добровольцем πηγαίνω εθελοντής.

    3. επιτίθεμαι•

    на нас идёт неприятельское войско εναντίον μας έρχεται εχθρικό στράτευμα.

    || εναντιώνομαι, πηγαίνω αντίθετα•

    он против всех идёт αυτός εναντιώνεται σ όλους.

    4. εξελίσσομαι, αναπτύσσομαι•

    всё идёт к лучшему όλα πάνε στο καλύτερο.

    || (για φυτά) αναπτύσσομαι, βγάζω, κάνω•

    картофель идёт в ботву η πατάτα κάνει φύλλωμα•

    древо идёт в ствол το δέντρο κάνει κορμό•

    растение шло в корень το φυτό ρίζωσε.

    5. ακολουθώ, έπομαι, πηγαίνω κοντά.
    6. βγαίνω, εξέρχομαι, ρέω, τρέχω•

    дым идёт из печи καπνός βγαίνει από το φούρνο•

    из раны шёл гной από την πληγή έβγαινε πύο•

    у него кровь идёт из носу του πάει αίμα από τη μύτη.

    7. χρησιμοποιούμαι πηγαίνω κάνω•

    тряпь идёт на бумагу τα ράκη πάνε για χαρτί.

    8. πλησιάζω•

    весна идёт η άνοιξη έρχεται•

    сон идёт ο ύπνος έρχεται.

    9. δέχομαι είμαι διατεθημένος, κλίνω προς•

    идти на уговоры δέχομαι τις συστάσεις•

    идти на уступки κάνω υποχωρήσεις.

    || αβιέμαι, έλκομαι, αρέσκομαι.
    10. καταναλώνομαι, πουλιέμαι•

    костянная пуговица не идёт, предпочитают металлическую τα κοκκάλινακουμπιά δεν πουλιούνται, προτιμούνται τα μεταλλικά.

    11. χορηγούμαι, δίνομαι•

    ему идёт 125 рублей в месяц зарплаты του χορηγείται 125 ρούβλια μισθός το μήνα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    на костюм идёт три метра материи για το κουστούμι χρειάζονται τρία μέτρα ύφασμα.

    || διαδίδομαι•

    слух (ή молва) идёт φημολογείται•

    сплетни идут κουτσομπολεύεται.

    || εκτείνομαι, απλώνομαι, ξαπλώνομαι.
    12. λειτουργώ, εργάζομαι, δουλεύω•

    часы идут верно το ρολόι πάει καλά (σωστά)•

    мотбр идёт хорошо το μοτέρ δουλεύει καλά.

    13. (για βροχή, χιόνι, χαλάζι)•

    дождь идёт βρέχει•

    снег идёт χιονίζει.

    14. περνώ, διαβαίνω, παρέρχομαι•

    годы шли τα χρόνια περνούσαν•

    вторая неделя идёт с тех пор, как он умер πάει δεύτερη εβδομάδα που αυτός πέθανε•

    как-то время идёт! πως περνάει ο καιρός!•

    идёт 1982 год κυλάει το 1982 έτος•

    идёт ей четвёртый год αυτή διανύει το τέταρτο έτος.

    15. διεξάγομαι, γίνομαι, λαμβάνω χώραν•

    идут экзамены γίνονται εξετάσεις•

    идут приготовления к отъезду γίνονται ετοιμασίες για αναχώρηση•

    бой идёт γίνεται μάχη•

    идут переговоры διεξάγονται συνομιλίες.

    || (για θέαμα) παίζομαι•

    идёт новая пьеса παίζεται καινούριο θεατρικό έργο.

    16. χρησιμοποιούμαι, προορίζομαι•

    идёт на растопку κάνει για προσάναμμα.

    || ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    на книги идёт много денег στα βιβλία πάνε πολλά χρήματα.

    17. ταιριάζω, αρμόζω•

    ей очень идёт красный цвет αυτήν πολύ την πηγαίνει το κόκκινο χρώμα.

    18. ποδένομαι, χωρώ στο πόδι•

    сапог не идёт на ногу η μπότα δεν μπαίνει στο πόδι.

    || μπήγομαι•

    гвоздь не идёт в стену το καρφί δε μπαίνει στον τοίχο•

    нитка не идёт в иголку η κλωστή δε περνά στο βελόνι.

    19. (για γυναίκα) παντρεύομαι•

    иди за мени παντρέψου εμένα•

    она идёт замуж αυτή παντρεύεται.

    20. (στο παιγνίδι) βγαίνω•

    идти конём, козырем, с туза βγαίνω με άλογο, με ατού, με άσο.

    || (χαρτοπ.) είμαι τυχερός, μου έρχεται καλό χαρτί•

    карта ему не шла το χαρτί δεν τον πήγαινε.

    21. εισάγομαι•

    чай идёт с Индии το τσάι έρχεται από την Ινδία.

    22. προοδεύω (στην υπηρεσία ή στα μαθήματα)•

    ваш сын хорошо идёт по математике το παιδί σας καλά πάει στα μαθηματικά.

    23. τραβάω, πηγαίνω, βαδίζω•

    дело идёт к женитьбе η υπόθεση τραβάει για παντρειά•

    переговоры идут к концу οι συνομιλίες πηγαίνουν προς το τέλος.

    24. εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    вправо шла горная цепь δεξιά εκτείνονταν οροσειρά•

    дорога идёт лесом ο δρόμος περνάει μέσα από το δάσος.

    || διαδίδομαι (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    25. (με την πρόθεση «В» σε αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημασία του ουσ.) υτιόκειμαι πηγαίνω•

    идти в продажу πουλιέμαι•

    идти в обработку επεξεργάζομαι•

    идти в сравнение συγκρίνομαι•

    идти в починку διορθώνομαι•

    идти в счёт λογίζομαι, λογαριάζομαι || αρχίζω να κάνω κάτι•

    идти в пляс αρχίζω να χορεύω.

    26. (με την πρόθεση «на» και αιτ. πτ. αποδίδεται με ρήμα που έχει τη σημ. του ουσιαστικού)•

    температура идёт на понижение η θερμοκρασία πέφτει•

    дело идёт на лад η υπόθεση διευθετίζεται•

    идти на смену кому-н. αντικαθιστώ κάποιον.

    27. επιβεβαιωτική λέξη•

    идёт σύμφωνος, εν τάξει, καλά, ναι•

    едем? – идёт πάμε; – ναι•

    ну что же, идёт, что ли? λοιπόν σύμφωνος, τι λες;

    28. έχω σαν περιεχόμενο•

    у них шла речь о вчерашнем спектакле αυτοί μιλούσαν για τη χτεσινή θεατρική παράσταση•

    дело идёт о жизни или смерти πρόκειται περί ζωής ή θανάτου•

    о чём идёт речь? περί τίνος γίνεται λόγος,

    εκφρ.
    идти к делу – έχω σχέση, αφορώ•
    из головы (ή из ума) не идти – δε μου βγαίνει από το μυαλό, δεν ξεχνώ ούτε στιγμή (ещё) куда ни шло α) έστω, ας είναι, β) προφανώς, μαθές (дело) идёт к чему ή на что η υπόθεση κλίνει (γέρνει) προς•
    как дела (идут)? – πως πάνε οι δουλιές;

    Большой русско-греческий словарь > идти

  • 30 любить

    люблю, -любишь, μτχ. ενστ. любящий; παθ. μτχ. ενστ. любимый, βρ: -бим, -а, -о
    ρ.δ. μ. αγαπώ•

    любить мать αγαπώ τη μάνα•

    любить Родину αγαπώ την πατρίδα.

    || ερωτεύομαι. || αρέσω•

    я -блю музыку αγαπώ τη μουσική, μου αρέσει η μουσική•

    я жить -блю θέλω να ζήσω.

    || χρειάζομαι, έχω ανάγκη•

    цветы -ят воду τα λουλούδια αγαπούν το νερό.

    αγαπιέμαι, ερωτεύομαι•

    он с ней -ится уже третий год αυτοί αγαπιούνται πριν από τρία χρόνια.

    Большой русско-греческий словарь > любить

  • 31 надобиться

    -блгась, -бишься
    ρ.δ. παλ. χρειάζομαι, είμαι αναγκαίος.

    Большой русско-греческий словарь > надобиться

  • 32 недоставать

    -стат, μτχ. ενστ. недостакь щий
    ρ.δ. απρόσ,
    1. λείπω, δε φτάνω, δεν αρκώ--ло опыта δεν υπήρχε η πείρα•

    терпенья -ло έλειπε η υπομονή•

    мне -т денег δε μου φτάνουν τα χρήματα•

    -т кадров δεν επαρκούν τα στελέχη.

    2. απουσιάζω, λείπω.
    3. χρειάζομαι, είμαι αναγκαίος, απαραίτητος.
    εκφρ.
    этого (ещё, только) -ло (недоставатьх) – αυτό ακόμα δεν έφτανε (δε φτάνει).

    Большой русско-греческий словарь > недоставать

  • 33 понадобиться

    -блюсь, -бишься
    ρ.σ.
    χρειάζομαι• έχω ανάγκη•

    если -ится αν θα χρειαστεί, σε περίπτωση ανάγκης•

    -лись деньги χρειάστηκαν χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > понадобиться

  • 34 пригодиться

    -ожусь, -одищься
    ρ.σ. χρειάζομαι, χρησιμεύω•

    это может тебе -αυτό μπορεί να σου χρειαστεί.

    Большой русско-греческий словарь > пригодиться

  • 35 причём

    1. σύνδεσμος-
    επί πλέον, μαζί μ αυτό, κοντά σ αυτό.
    2. επίρ. γιατί, για ποιο λόγο ή σκοπό•

    причём он тут? γιατί αυτός είναι εδώ;•

    я здесь не причём εδώ εγώ δεν χρειάζομαι ή δεν έχω καμιά δουλειά εδώ.

    Большой русско-греческий словарь > причём

  • 36 сдаться

    ρ.σ. μέλλοντα και προστκ. δεν έχει• (απλ.) χρειάζομαι, είμαι χρήσιμος.

    Большой русско-греческий словарь > сдаться

  • 37 угодно

    1. ως κατηγ. (με δοτ.) θέλω, επιθυμώ, αρέσω• χρειάζομαι•

    что вам -? τι επιθυμείτε; τί θέλετε; τι σας αρέσει; τι γουστάρετε;•

    угодно ли вам? σας αρέσει άραγε;•

    угодно ли вам молока θέλετε λίγο γάλα;

    2. μόριο• μετά από αντωνυμία ή επίρρημα σχηματίζονται συνδυασμοί με οριστική σημασία•

    где угодно όπου να είναι, αδιάφορο που, όπου θέλεις•

    как угодно αδιάφορο πως, όπως να είναι, όπως θέλεις•

    какой угодно αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε•

    когда угодно όποτε να είναι, οποτεδήποτε•

    кто угодно αδιάφορο ποιος, οποιοσδήποτε•

    куда угодно αδιάφορο που, οπουδήποτε•

    откуда угодно αδιάφορο από που, ο-ποθενδήποτε•

    сколько угодно όσα θέλεις, οσαδήποτε•

    что угодно ό,τι θέλεις, ό,τι θέλει η ψυχή σου, ο,τιδήποτε.

    εκφρ.
    если угодно – ίσως, μπορεί, είναι δυνατόν, μπορώ να πω• Ηθ•
    угодно ли – θα θέλατε• έχετε την καλοσύνη• δε σας κάνει κόπο • είναι καλό,σωστό, αρεστό;

    Большой русско-греческий словарь > угодно

  • 38 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 39 что

    чего, чему, чем, о чём αντων.
    1. (ερωτηματική)• τι•

    что мне теперь сделать? τι να κάνω τώρα;•

    что случилось? τι συνέβηκε;•

    что вы сказали? τι είπατε;•

    что нового? τι νέα;•

    о чём вы говорите? για τι μιλάτε; (περί τίνος μιλάτε;)• о чём вы думаете? τι σκέπτεστε;•

    что это такое? τι ειν αυτό;•

    ну что? λοιπόν τι;

    2. (αναφ.) αυτό που, αυτό το οποίο• ό,τι•

    я знаю что вы хотите ξέρω, τι θέλετε•

    я знаю, о чём думаете ξέρω, τι σκέπτεστε•

    я вам прочту что вы хотите θα σας διαβάσω ό,τι εσείς θέλετε.

    3. (αναφ.) οποίος, -α, -ο• που•

    книга, что лежит на столе το βιβλίο, που είναι πάνω στο τραπέζι•

    то, что... αυτό, που...• я вижу то, что лежит на столе βλέπω αυτό, που είναι πάνω στο τραπέζι.

    4. γιατί•

    что вы такой грустный? γιατί είστε έτσι θλιμμένος;•

    что вы так долго не спите? γιατί τόση ώρα δεν κοιμάστε;•

    а что? και γιατί;

    5. επίρ. πόσο, τι•

    стоит эта книга? πόσο κοστίζει αυτό το βιβλίο.

    || πόσος, -η, -ο•

    что денег истрачено!πόσα χρήματα ξοδεύτηκαν!•

    что сил истрачено! πόσες δυνάμεις ξοδεύτηκαν! (πάνε χαμένες!).

    || όσος, -η, -ο•

    что было у меня сил όσες δυνάμεις είχα.

    6. κάτι (τι), τίποτε•

    если что знаешь, так скажи αν ξέρεις κάτι τι, πες το•

    что чуть, в случае чего, бегите за мной σε περίπτωση που συμβεί κάτι, τρέξτε σε μένα.

    7. τι•

    что за шум? τι θόρυβος είναι αυτός;•

    что толку; что пользы; что хорошето τι νόημα, τι όφελος, τι το καλό.

    8. ό,τι•

    всего что я знал, рассказал отцу όλα όσα ήξερα,τα είπα στον πατέρα.

    || ο οποίος, -α, -ο•

    старая черешня что посажена дедушкой η παλαιά κερασιά, που την είχε φυτέψει ο παππούς.

    εκφρ.
    а -? – και τι;•
    до чего... – α) εξαιρετικά•
    до чего хорош! – εξαιρετικά καλός (εξαίσιος), β) ως που, σε τι (ποιόν) βαθμό•
    до чего ты меня довл – σε τι βαθμό (κατάσταση) με έφερες ή με κατάντησες!•
    к чему – γιατί, προς τι, για ποιο λόγο ή σκοπό•
    не к чему – δεν έχει κανένα νόημα, δε χρειάζεται, σε τίποτε δεν ωφελεί•
    ни к чему – (ως κατηγ.)• δε χρειάζομαι•
    тебе, мальчик, домой уйти, а здесь ты ни к чему – εσύ, μικρέ, να πας στο σπίτι, εδώ εσύ δε χρειάζεσαι•
    с чего – από τι, από που και ως που, για ποιο λόγο, γιατί, που βασιζόμενος•
    ни за что – σε καμιά περίπτωση, με κανένα λόγο•
    ни за что и ни за что ни про что – τελείως άδικα, άδικα των αδίκων, στα χαμένα, μάταια• (уж) на что τόσο πολύ, σε τέτοιο βαθμό•
    хоть бы что – (ως κατηγ.) είναι τελείως αδιάφορο•
    чего-чего, а... – βρε, τι είν αυτό... что ли (ль) τι, μήπως•
    что бы ни.... – όλο, οποιοδήποτε•
    что бы... – είθε, μακάρι, άμποτε•
    что ты (вы)! – (για θαυμασμό, φόβο) τι λες (λέτε)! (ну) что ж (же) (ενδοτικό) λοιπόν, τι (να γίνει), άλλος δρόμος δεν υπάρχει,παρά να... что (это) за α) τι είν αυτό•
    что это за бумаги – τι χαρτιά είν αυτά. β) τι• (για θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ.) что за день сегодня! τι μέρα σήμερα!•
    что за здание! – τι (ωραίο) κτίριο!•
    что говорить – τι να πεις (είναι καλό, σωστό, άμεμπτο)•
    что ни (на) есть – ό,τι υπάρχει και δεν υπάρχει (όλα παντελώς)•
    чем не – και τι δεν έχει για, τι δεν ταιριάζει για... чем он не учный? τι έχει αυτός, που δεν του ταιριάζει για επιστήμονας;•
    во что бы то ни стало – οπωσδήποτε, με οποιοδήποτε μέσο και τρόπο•
    ни во что не ставить ή считать – δεν τον έχω, θεωρώ για τίποτε•
    ни с чем уйти (остаться, вернуть(ся) – φεύγω, μένω, επιστρέφω με αδεινά τα χέρια (άπρακτος).
    ειδ. σύνδ.
    1. ότι, πως•

    я знаю что это правда ξέρω ότι αυτό είναι αλήθεια•

    говорят, что он болен λένε πως αυτός είναι άρρωστος.

    2. ότι, που•

    я счастлив что вас вижу είμαι ευτυχής που σας βλέπω.

    3. όπως, σαν.
    4. χρον. σύνδ. παλ. μόλις, ευθύς, άμα.
    5. σύνδ. διαχωριστικός• τι..., τι...• что в городе, что в деревне что одно и тоже τι στην πόλη, τι στο χωριό что ένα, και το ίδιο.
    6. μόριο (στα λαϊκά τραγούδια)• τι• (στην αρχή του στίχου).
    εκφρ.
    только и..., что – αποκλειστικά, μόνο (ότι).

    Большой русско-греческий словарь > что

  • 40 utiliser

    1) χρειάζομαι
    2) χρησιμοποιώ

    Dictionnaire Français-Grec > utiliser

См. также в других словарях:

  • χρειάζομαι — χρειάζομαι, χρειάστηκα βλ. πίν. 36 (και ως απρόσ. [δε] χρειάζεται) Σημειώσεις: χρειάζομαι : η μτχ. ενεστώτα χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (τα χρειαζούμενα τα απαραίτητα, τα αναγκαία) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρειάζομαι — χρειάστηκα 1. έχω ανάγκη από κάποιον ή από κάτι: Χρειάζομαι λεφτά γι αυτή τη δουλειά. 2. είμαι αναγκαίος, είμαι χρήσιμος: Δε μου χρειάζεται αυτό το βιβλίο. 3. το απρόσ., χρειάζεται υπάρχει ανάγκη: Δε χρειάζεται να μου κάνεις μάθημα. 4. φρ., «Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρειάζομαι — ΝΑ [χρεία] έχω ανάγκη νεοελλ. 1. (αμτβ.) είμαι αναγκαίος, χρήσιμος, χρησιμεύω («δεν μού χρειάζεται πια η βοήθειά σου») 2. απρόσ. χρειάζεται υπάρχει ανάγκη, είναι ανάγκη («δεν χρειάζεται να μπεις σε κόπο για μένα») 3. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως …   Dictionary of Greek

  • 10 Hronia Mazi — 10 H.M. Studio album by Despina Vandi Released December 6, 2007 (see …   Wikipedia

  • χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… …   Dictionary of Greek

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… …   Dictionary of Greek

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • αναγκαιώ — ( όω) [αναγκαίος] 1. είμαι αναγκαίος, απαραίτητος, χρειάζομαι 2. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα αναγκαιούντα τα απολύτως αναγκαία για τη ζωή, τα χρειώδη …   Dictionary of Greek

  • αναισιμώ — ἀναισιμῶ ( όω) (Α) 1. χρησιμοποιώ, ξοδεύω, καταναλίσκω, εξαντλώ 2. μεταχειρίζομαι για κάποιο σκοπό 3. παθ. είμαι αναγκαίος, χρειάζομαι «πέντε ἡμέρες ἀναισιμοῡνται», χρειάζονται, απαιτούνται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσιμος. ΠΑΡ. αρχ. ἀναισίσωμα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»