Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

χρειάζομαι

См. также в других словарях:

  • χρειάζομαι — χρειάζομαι, χρειάστηκα βλ. πίν. 36 (και ως απρόσ. [δε] χρειάζεται) Σημειώσεις: χρειάζομαι : η μτχ. ενεστώτα χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό (τα χρειαζούμενα τα απαραίτητα, τα αναγκαία) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χρειάζομαι — χρειάστηκα 1. έχω ανάγκη από κάποιον ή από κάτι: Χρειάζομαι λεφτά γι αυτή τη δουλειά. 2. είμαι αναγκαίος, είμαι χρήσιμος: Δε μου χρειάζεται αυτό το βιβλίο. 3. το απρόσ., χρειάζεται υπάρχει ανάγκη: Δε χρειάζεται να μου κάνεις μάθημα. 4. φρ., «Τα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χρειάζομαι — ΝΑ [χρεία] έχω ανάγκη νεοελλ. 1. (αμτβ.) είμαι αναγκαίος, χρήσιμος, χρησιμεύω («δεν μού χρειάζεται πια η βοήθειά σου») 2. απρόσ. χρειάζεται υπάρχει ανάγκη, είναι ανάγκη («δεν χρειάζεται να μπεις σε κόπο για μένα») 3. (το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως …   Dictionary of Greek

  • 10 Hronia Mazi — 10 H.M. Studio album by Despina Vandi Released December 6, 2007 (see …   Wikipedia

  • χρή — (I) και χρή, ἡ, Α 1. σπαν. χρεία, ανάγκη 2. φρ. «χρῆ σται» ή «χρἦσται» (ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή]. (II) ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Α απρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆν η μοίρα, το πεπρωμένο αρχ. 1. είναι… …   Dictionary of Greek

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αδεής — (I) ἀδεής, ές (Α) 1. αυτός που δεν φοβάται κάτι, άφοβος, θαρραλέος 2. που δεν προκαλεί ανησυχία ή άγχος, ασφαλής, σίγουρος 3. που δεν προξενεί φόβο, ο μη τρομακτικός 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδεές ασφάλεια, σιγουριά 5. επίρρ. ἀδεῶς α) χωρίς φόβο ή… …   Dictionary of Greek

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

  • αναγκαιώ — ( όω) [αναγκαίος] 1. είμαι αναγκαίος, απαραίτητος, χρειάζομαι 2. (το ουδ. πληθ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα αναγκαιούντα τα απολύτως αναγκαία για τη ζωή, τα χρειώδη …   Dictionary of Greek

  • αναισιμώ — ἀναισιμῶ ( όω) (Α) 1. χρησιμοποιώ, ξοδεύω, καταναλίσκω, εξαντλώ 2. μεταχειρίζομαι για κάποιο σκοπό 3. παθ. είμαι αναγκαίος, χρειάζομαι «πέντε ἡμέρες ἀναισιμοῡνται», χρειάζονται, απαιτούνται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσιμος. ΠΑΡ. αρχ. ἀναισίσωμα] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»