Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χρείως

См. также в других словарях:

  • χρείως — Α (κατά τον Ησύχ.) «δέησις». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χρή] …   Dictionary of Greek

  • χρείως — χρεί̱ως , χρεῖος adverbial χρεί̱ως , χρεῖος masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης …   Dictionary of Greek

  • ἀχρείως — ἀχρεῖος useless adverbial ἀχρεῖος useless masc/fem acc pl (doric) ἀ̱χρείως , ἀχρειόω render useless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀχρειόω render useless imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»