-
1 χραισμήεις
χραισμήεις, ήεσσα, ῆεν, abwehrend, schützend, übh. nützlich, dienlich, Nic. Th. 576.
-
2 χραισμήεις
χραισμήεις, ήεσσα, ῆεν, abwehrend, schützend, übh. nützlich, dienlich
См. также в других словарях:
χραισμήεις — serviceable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χραισμήεις — εσσα, εν, Α χρήσιμος, ωφέλιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χραίσμη «προστασία, βοήθεια» + κατάλ. ήεις (βλ. και λ. όεις), πρβλ. τολμ ήεις] … Dictionary of Greek