-
1 χρισμα
χρῖσμα, χρῖμα- ατος τό [χρίω]1) мазь, масло Aesch.χ. σύειον Xen. — мазь из свиного сала;
χ. σησάμινον Xen. — кунжутное масло2) известка или штукатурка Luc.3) культ. помазание -
2 χρῖσμα
χρῖσμα ατος, τό, ([etym.] χρίω) later form for χρῖμα (q.v.), found in codd. of X.Smp.2.4, An.4.4.13, Thphr.Od.8,15, Sor.1.4, Gal.6.402, etc.2 in NT of spiritual grace,χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου 1 Ep.Jo.2.20
, cf. 27. -
3 χρῖσμα
χρῖσμα, ατος, τό (χρίω; cp. χρῖσις, later also χρίσμα; X. et al.; PGM 7, 874; LXX; Philo, Mos. 2, 146; 152; Jos., Ant. 3, 197; Just., D. 86, 3, mostly=oil for anointing, unguent. On the accent B-D-F §13; Mlt-H. 57; Crönert 228, 3) anointing (so lit. Ex 29:7) 1J 2:20, 27ab, usu. taken to mean anointing w. the Holy Spirit (difft. Rtzst., Mysterienrel.3 1927, 396f, who thinks of the ‘formal equation of the baptismal proclamation w. the χρῖσμα’).—DELG s.v. χρίω. M-M. EDNT. TW. -
4 χρῖσμα
χρῖσμα, τό, vgl. χρῖμα, alles Aufgestrichene, Aufgetragene; bes. – a) aufgestrichene, eingeriebene, wohlriechende Salbe, Salböl, Xen. Conv. 2, 4 u. A.; das gew. Salböl ohne wohlriechenden Zusatz, z. B. der Ringer, sonst schlechtweg ἔλαιον; – ἄλειμμα war gew. auch wohlriechend, aber flüssiger als χρῖσμα (vgl. auch noch μύρον). – Uebh. Oel, Aesch. Ag. 94; – σύειον, Schweineschmalz, Xen. An. 4, 4,13. – b) Mittel zum Anstreichen, Farbe, Tünche, Anwurf von Gyps od. Kalk an Mauern und Wänden, Sp.
-
5 χρίσμα
-
6 χρῖσμα
-
7 χρῖσμα
χρῖσμα, τό, alles Aufgestrichene, Aufgetragene; (a) aufgestrichene, eingeriebene, wohlriechende Salbe, Salböl; das gew. Salböl ohne wohlriechenden Zusatz, z. B. der Ringer, sonst schlechtweg ἔλαιον; ἄλειμμα war gew. auch wohlriechend, aber flüssiger als χρῖσμα. Übh. Öl; σύειον, Schweineschmalz; (b) Mittel zum Anstreichen, Farbe, Tünche, Anwurf von Gips od. Kalk an Mauern und Wänden -
8 χρίσμα
χρίσμα τοмиропомазание – одно из христианских таинств, второе по порядку совершения, существующее в Церквах Православной, Католической и Армяногригорианской. По учению Церкви, помазание чела, очей, уст, ноздрей, ушей, персей, рук и ног священным миром с произнесением слов «печать дара Духа Святого» сообщает человеку, через крещение вступившему в состав Церкви, силы благодати БожиейЭтим.< χρίω «помазывать» -
9 χρίσμα
τό1) обмазка; штукатурка; извёстка; побелка (материал); 2) смазка, мазь; 3) церк, елей, миро; 4) церк, миропомазание; 5) официальное признание; предпочтение, выбор;τό χρίσμα δόθηκε σε... — предпочтение было отдано...
-
10 χρίσμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > χρίσμα
-
11 χρίσμα
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > χρίσμα
-
12 χρῖσμα
помазание; LXX: (מִשְׂחָה).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χρῖσμα
-
13 χρῖσμα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > χρῖσμα
-
14 χρίσμα
[хризма] ουσ. о. (εκκλ.) елей, миро, миропомазание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χρίσμα
-
15 χρῖσμα
-ατος + τό N 3 7-0-0-2-1=10 Ex 29,7; 30,25(bis); 35,12a(12).19anointing Ex 29,7; coating, glazing Sir 38,30 Cf. WALTERS 1973, 98; →NIDNTT, TWNT -
16 χρίσμα
[хризма] ουσ ο (εκκλ.) елей, миро, миропомазание. -
17 χρίσμα
nominationΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χρίσμα
-
18 περί-χρισμα
περί-χρισμα, τό, das Darumgestrichene, die Salbe, sp. Medic.
-
19 σύγ-χρισμα
σύγ-χρισμα, τό, Schmiere, Salbe, Sp., bes. Medic.
-
20 κατά-χρισμα
κατά-χρισμα, τό, das Aufgestrichene, die Salbe, Diosc.
См. также в других словарях:
χρῖσμα — anointing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρίσμα — Το άλειμμα των πιστών με το άγιο μύρο. Στην Aνατ. Ορθόδοξη Εκκλησία το χ. ήταν από παλιά συνδεδεμένο με το μυστήριο του βαπτίσματος και αποτελούσε συμπλήρωμα και επιστέγασμά του. Μετά το βάπτισμα ο ιερέας χρίει το νήπιο που βαπτίζει στα μάτια,… … Dictionary of Greek
χρίσμα — το, ατος 1. επίχρισμα, επάλειμμα. 2. στην εκκλησιαστική γλώσσα, το άγιο μύρο, το μυστήριο της χρίσης αυτού που βαφτίζεται με το άγιο μύρο. 3. η επίσημη αναγνώριση υποψήφιων βουλευτών ή γερουσιαστών ή άλλων από τον αρχηγό του κόμματος: Τα κατάφερε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Миропомазание — (χρίσμα τοΰ μύρου, confirmatio) одно из христианских таинств, второе по порядку совершения, существующее в церквях православной, католической и армяно григорианской, а также у коптов, несториан и иаковитов. Помазание чела, очей, уст, ноздрей,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Chrism — Gold vessel for chrism. The vessel is etched with the letters S.C. for sanctum chrisma. Chrism (Greek word literally meaning an anointing ), also called Myrrh (Myron), Holy anointing oil, or Consecrated Oil , is a consecrated oil used in the… … Wikipedia
CHRISMA — Graece Χρίσμα, proprie genus unguenti, ab altero, quod ἄλειμμα dictum, diversum. Spissiora enim linunt, χρίουσι: liquida persundunt, ἀλείφουσι. Glossae, linit, χρίει: unde ἐπίχριςτα φάρμακα, quae illinuntur. Plin. l. 13. c. 3. Sed quosdam… … Hofmann J. Lexicon universale
χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του … Dictionary of Greek
Βαν Μπιούρεν, Μάρτιν — (Martin Van Buren, 1782 1862). Αμερικανός πολιτικός και πρόεδρος των ΗΠΑ (1837 41). Σπούδασε νομικά και ασχολήθηκε με την πολιτική από αρκετά νωρίς. Εντάχθηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα και εξελέγη επανειλημμένα γερουσιαστής. Όταν έγινε πρόεδρος ο… … Dictionary of Greek
Κλίντον, Μπιλ — (William Jefferson Klinton, Χόουπ, Αρκάνσας 1946 –). Αμερικανός πολιτικός, πρόεδρος των ΗΠΑ (1992 2000). Σπούδασε νομικά στα πανεπιστήμια Τζόρτζταουν, Όξφορντ και Γέιλ, ενώ δίδαξε νομικά ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Αρκάνσας (1974 76).… … Dictionary of Greek
μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… … Dictionary of Greek
Νταβίντ, Ζακ-Λουί — (Jacques LouisDavid, Παρίσι 1748 – Βρυξέλλες 1825). Γάλλος ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες του 19ου αι. και ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του νεοκλασικισμού. Οι επιδράσεις από την τέχνη του πρώτου του δάσκαλου, του Φρανσουά… … Dictionary of Greek