1 ευγνωμοσύνη
χρ(ε)ωστώ ευγνωμοσύνη — быть благодарным, признательным
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ευγνωμοσύνη
ὠστῶ — ὠστός masc/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)