-
1 χορηγος
дор. χορᾱγός ὅ1) хорег, руководитель хора(συγχορευταί τε καὴ χορεγοί Plat.)
; перен. предводитель(ἄστρων Soph.; δελφίνων Eur.)
2) хорег, устроитель на свой счет хора Aeschin., Dem.χ. παιδικῷ χορῷ Lys. — устроитель детского хора
3) дающий средства (на что-л.), поставщик Plut.χ. τινι Aeschin., εἴς τι Dem. или τινος Luc. — доставляющий средства (материал) для чего-л.;
χορηγόν τινα ἔχειν Dem. или χορηγῷ τινι χρῆσθαι Dem. (καταχρῆσθαι Luc.) — пользоваться чьими-л. средствами
См. также в других словарях:
ημιονηγός — ο (Α ἡμιονηγός) νεοελλ. στρ. στρατιώτης που οδηγεί φορτωμένο ημίονο, ενώ ο ίδιος πεζοπορεί, κν. μουλαράς, μουλαριάρης αρχ. αυτός που οδηγεί ημίονο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημίονος + ηγός (< αγός < άγω) με λειτουργία τού νόμου «τής εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek
λαρδηγός — λαρδηγός, ὁ (Α) ο προμηθευτής αλατισμένου κρέατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρδος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. σιτ ηγός, χορ ηγός. Το η τού τ. ερμηνεύεται από τη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
ποδηγός — και δωρ. τ. ποδαγός, όν, ΜΑ 1. αυτός που οδηγεί τα πόδια κάποιου άλλου, που τού δείχνει τον δρόμο («τὰ ποδηγὰ πόθων ὠκύπτερα», Μελέαγρ.) 2. το αρσ. ως ουσ. οδηγός (α. «ἰδού, πορεύομαι, τέκνον, οὔ μοι ποδαγὸς ἀθλία γενοῡ», Ευρ. β. «ποδηγῷ καὶ… … Dictionary of Greek
σακκηγός — ὁ, Α μεταφορέας σάκων, σακάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάκ(κ)ος + ηγός (< ἄγω), πρβλ. στρατ ηγός, χορ ηγός. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
οδηγός — Στη γεωμετρία προκειμένου για μια επιφάνεια ευθειογενή, Ε, κάθε καμπύλη της επιφάνειας αυτής, που τέμνει κάθε γενέτειρα της σε ένα μόνο σημείο (κάθε μία από τις ευθείες της Ε ονομάζεται μία γενέτειρά της). Έτσι κάθε τομή από επίπεδο μιας… … Dictionary of Greek
οινηγός — οἰνηγός ή, όν (Α) 1. αυτός που μεταφέρει κρασί («οἰνηγὸν πλοῑον») 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰνηγή (ενν. ἅμαξα) άμαξα οινοφόρος, για μεταφορά κρασιού 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ οἰνηγοί εισαγωγείς κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ηγός (< ἄγω), πρβλ … Dictionary of Greek
ταριχηγός — ὁ, Α ταριχοπώλης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάριχος «παστό ψάρι» + ηγός (< ἄγω), πρβλ. χορ ηγός] … Dictionary of Greek
χοληγός — όν, Α αυτός που εξάγει την χολή («ταύτην φάρμακον πίσαι χοληγόν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + ηγός (< ἄγω), πρβλ. χορ ηγός. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek