-
1 χορ-ίαμβος
χορ-ίαμβος, ὁ, in der Metrik ein viersylbiger Versfuß, aus einem Choreus od. Trochäus und einem Jambus bestehend [- ñ ñ- ], Gramm.
-
2 χορίαμβος
χορ-ίαμβος, ὁ, in der Metrik ein viersilbiger Versfuß, aus einem Choreus od. Trochäus und einem Jambus bestehend [- u u - ]
См. также в других словарях:
κλεψίαμβος — κλεψίαμθος, ὁ (Α) 1. είδος εννεάχορδου μουσικού οργάνου 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) οἱ κλεψίαμβοι «μέλη τινὰ παρά Ἀλκμᾱνι». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κλεψ τού κλέπτω (πρβλ. αόρ. ἔ κλεψ α) + ίαμβος (< ἴαμβος), πρβλ. χορ ίαμβος, χωλ ίαμβος] … Dictionary of Greek
χορίαμβος — ο, ΝΜΑ (μετρ.) τετρασύλλαβος εξάσημος πους, αποτελούμενος από τροχαίο και ίαμβο, ο οποίος έχει τον μετρικό τόνο στην πρώτη ή στην τέταρτη συλλαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορ εῖος «είδος μετρικού ποδός» + ἴαμβος] … Dictionary of Greek