Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χορτοφάγος

См. также в других словарях:

  • χορτοφάγος — eating grass masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορτοφάγος — α, ο / χορτοφάγος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος, Ν αυτός που τρέφεται με χορταρικά νεοελλ. (ειδικά) αυτός που τρέφεται με λαχανικά και φρούτα αποφεύγοντας συστηματικά τη βρώση τού κρέατος, ιδίως τού κόκκινου, και τών παραγώγων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + …   Dictionary of Greek

  • χορτοφάγος — α, ο αυτός που τρέφεται με χορταρικά, αυτός που αγαπάει να τρώει λαχανικά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -φάγος — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο θ. φαγ τού αορ. β ἔ φαγ ον τού ρ. ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῑν). Τα σύνθετα σε φάγος ανήκουν ως επί το πλείστον στην κατηγορία τών αντικειμενικών συνθέτων,… …   Dictionary of Greek

  • βοτανηφάγος — βοτανηφάγος, ον (AM) (Μ και βοτανοφάγος, ον) χορτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοτάνη + φάγος < (θ.) (φαγ , έφαγον (αόρ. β του εσθίω)] …   Dictionary of Greek

  • κρικητός — (Cricetus cricetus). Απλόδοντο τρωκτικό της οικογένειας των κρικητιδών. Ζει στην Ευρώπη και στην Ασία, και κυρίως στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη, όπου είναι γνωστός σε πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς ως χάμστερ (hamster). Έχει μήκος 30 35 εκ …   Dictionary of Greek

  • λαχανοφάγος — ο, θηλ. και α αυτός που τρώγει κατ εξοχήν λαχανικά, χορτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Νεόφυτο Δούκα] …   Dictionary of Greek

  • χλοηφάγος — ον, Α χορτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + φάγος*] …   Dictionary of Greek

  • χλοηφαγώ — έω, Α [χλοηφάγος] είμαι χορτοφάγος …   Dictionary of Greek

  • χορτοφαγία — η, Ν διατροφή με φρούτα και λαχανικά και συστηματική αποφυγή βρώσης τού κρέατος, ιδίως τού κόκκινου, και τών παραγώγων του. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορτοφάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • χορτοφαγικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην χορτοφαγία ή στον χορτοφάγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορτοφάγος. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»