-
1 χορτασία
χορτασίᾱ, χορτασίαbeing fed: fem nom /voc /acc dualχορτασίᾱ, χορτασίαbeing fed: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————χορτασίαι, χορτασίαbeing fed: fem nom /voc plχορτασίᾱͅ, χορτασίαbeing fed: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 χορτασίᾳ
Βλ. λ. χορτασία -
3 χορτασία
-ας ἡ N 1 0-0-0-1-0=1 Prv 24,15being fed, satiety, fullness; neol. -
4 χορτασία
χορτ-ᾰσία, ἡ,2 being fed, AP11.313 (Lucill.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χορτασία
-
5 χορτασίαν
χορτασίᾱν, χορτασίαbeing fed: fem acc sg (attic doric aeolic) -
6 χορτασίη
χορτασίαbeing fed: fem nom /voc sg (epic ionic) -
7 χορτασμός
χορτ-ασμός, ὁ,A = χορτασία, Anaxandr.76, Simp.in Epict.p.69 D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χορτασμός
См. также в других словарях:
χορτασία — χορτασίᾱ , χορτασία being fed fem nom/voc/acc dual χορτασίᾱ , χορτασία being fed fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορτασιά — η / χορτασία, ΝΜΑ χορτασμός αρχ. φαγητό με το οποίο χορταίνει κανείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορτάζω. Ο νεοελλ. τ. χορτασιά < αρχ. χορτασία με συνίζηση] … Dictionary of Greek
χορτασίᾳ — χορτασίαι , χορτασία being fed fem nom/voc pl χορτασίᾱͅ , χορτασία being fed fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορτασία — ἡ, ΜΑ βλ. χορτασιά … Dictionary of Greek
χορτασίαν — χορτασίᾱν , χορτασία being fed fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορτασίη — χορτασία being fed fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχορταγιά — και γία και σιά, η (Α ἀχορτασία) [χορτασία] λαιμαργία νεοελλ. απληστία, πλεονεξία … Dictionary of Greek
ԼՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0907 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 11c, 12c գ. πλήρωμα, πλήρωσις plenitudo. Ունելն զլիր. լի լինելն. լրումն. լիութիւն. ամբողջութիւն. բովանդակութիւն. անպակաս գոլն. ատոքութիւն. առատութիւն. զեղումն.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κορεσμός — ο χορτασμός, χορτασιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)