-
1 χορταστικός
[хортастикос] εκ. сытный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χορταστικός
-
2 плотный
плотный 1) πυκνός συμπαγής 2) (сытный) χορταστικός; \плотный завтрак το χορταστικό πρόγευμα* * *1) πυκνός; συμπαγής2) ( сытный) χορταστικόςпло́тный за́втрак — το χορταστικό πρόγευμα
-
3 сытный
-
4 сытный
сытныйприл1. (питательный) χορταστικός·2. (обильный) ἀφθονος, δαψι-λής. -
5 сытый
[σύτυϊ] εκ. χορταστικός -
6 сытый
[σύτυϊ] επ χορταστικός -
7 питательный
επ., βρ: -лен, -льна, -льно;1. (τεχ.) τροφοδοτικός.2. θρεπτικός•-ые вещества θρεπτικές ουσίες.
3. χορταστικός, πλούσιος•питательный стол πλούσιο τραπέζι.
εκφρ.- ая среда – (κυρλξ. κ. μτφ.) περιβάλλον ανά-θρεψης. -
8 плотный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. πυκνος πηχτός σφιχτός• συμπυκνωμένος. || πυ-κνούφασμένος, κρουστός, κρουστόφαντος. || γερός• συνεκτικός•-ая бумага, кожа γερό χαρτί, δέρμα.
2. πολύ πυκνός συμπαγής• αδιαπέραστος.3. υπερπλήρης, γεμάτος κάργα, καργα-ρισμένος, τεζαρισμένος.4. εύρωστος, ρωμα-. λέος, σφιχτοδεμένος, κατάγερος.5. χορταστικός, άφθονος, πλούσιος.εκφρ.плотный огонь – πυκνά πυρά. -
9 сытный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. χορταστικός•-ая пища χορταστική τροφή•
сытный обед χορταστικά γεύμα.
2. πλούσιος σε φαγητά,τρόφιμα• όλβιος•-ая жизнь ευδαιμονία, ολβιότητα.
См. также в других словарях:
χορταστικός — ή, ό / χορταστικός, ή, όν, ΝΜΑ [χορτάζω] αυτός που επιφέρει χορτασμό, κορεστικός νεοελλ. 1. άφθονος («χορταστικό παγωτό») 2. απολαυστικός («χορταστικό θέαμα»). επίρρ... χορταστικά Ν κατά τρόπο χορταστικό … Dictionary of Greek
χορταστικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί χορτασμό. 2. άφθονος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορταστικώτερα — χορταστικός good for feeding neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τικός — παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία αποτελεί άλλη μορφή τής κατάληξης ικός (για την προέλευση και τις χρήσεις, βλ. λ. ικός) που απαντούσε αρχικά σε επίθετα παράγωγα τών ονομάτων σε της* και τών ρηματικών επιθέτων … Dictionary of Greek
καπανικός — καπανικός, ή, όν (Α) (αμφβλ. ερμ.) τεράστιος ή χορταστικός («τὰ Θετταλικὰ [ενν. δεῑπνα] μὲν πολὺ καπανικώτερα», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Απαντά μόνο στον συγκριτ. βαθμό καπανικώτερα και προέρχεται από τη λ. καπάνη] … Dictionary of Greek
κορεστικός — ή, ό (Α κορεστικός, ή, όν) [κορέννυμι] αυτός που μπορεί να προκαλέσει κορεσμό, χορταστικός. επίρρ... κορεστικώς (Α κορεστικῶς) χορταστικά, άφθονα … Dictionary of Greek
πλησμονώδης — ῶδες, Α [πλησμονή] αυτός που επιφέρει πλησμονή, χορταστικός. επίρρ... πλησμονωδῶς Α κατά τρόπο πλησμονώδη, χορταστικά … Dictionary of Greek
λουκούλλειος — α, ο (για γεύμα), πολύ πλούσιος, χορταστικός: Οι Ρωμαίοι οργάνωναν λουκούλλεια γεύματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)