-
1 χορταίνω
(αόρ. (ε)χόρτασα) 1. αμετ.1) насыщаться, утолять голод, наедаться; пресыщаться (едой); 2) перен. быть сытым (чём-л.), вдоволь, досыта (сделать что-л.);χορταίν ΰπνο — высыпаться;
χορταίνω περίπατο — нагуляться;
δεν χορταίνω να σε βλέπω — не могу наглядеться на тебя;
§ με μυίγες ο λύκος δεν χορταίνει — посл, мухами волка не накормишь; — как слону дробина;
2. μετ.1) насыщать, кормить досыта; утолять (голод); 2) перен. насыщать, удовлетворять полностью; 3) перен. пичкать (чём-л.); μας χόρτασες ψευτιές ты нам надоел своим враньём; мы сыты по горло твоим враньём; § ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φα' το посл, ласковое слово лучше сладкого пирога -
2 χορταίνω
[хортэно] ρ насыщать, утолять, удовлетворять. -
3 θαυμάζω
μετ., αμετ.1) восхищаться, любоваться;σε θαυμάζω — я любуюсь (я восхищён) тобой;
δεν χορταίνω να σας θαυμάζω — не могу налюбоваться на вас;
2) удивляться, изумляться, поражаться;θαυμάζω μαζί σου — ты удивляешь меня
-
4 χορτάζω
см;χορταίνω;1) — насыщаться, наедаться досыта;χορτάζομαι
2) пресыщаться;§ ο χορτασμένος τού νηστικού δεν πιστεύει сытый голодного не разумеет -
5 χόρτασα
αόρ. от χορταίνω
См. также в других словарях:
χορταίνω — χορταίνω, χόρτασα, χορτασμένος βλ. πίν. 52 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χορταίνω — Ν 1. τρώω ώσπου να έλθει ο κορεσμός 2. γεμίζω («τα πλοία... που ως να ήπιαν φως κι έχουν χορτάσει», Γρυπ.) 3. μτφ. α) απολαμβάνω κάτι ώσπου να έλθει ο κορεσμός («χόρτασα φέτος χορό») β) μπουχτίζω, αηδιάζω («χόρτασα πια τις ψευτιές του») 4. παροιμ … Dictionary of Greek
χορταίνω — χόρτασα, χορτασμένος 1. τρώγω τόσο ώσπου να μη θέλω άλλο: Μη μου βάζεις άλλο φαγητό, χόρτασα. 2. απολαμβάνω ως τον κορεσμό: Χόρτασα φέτος θέατρο. 3. κάνω κάποιον να χορτάσει: Μας χόρτασε ψευτιές. 4. παροιμ., «O λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλοχορταίνω — χορταίνω καλά, εντελώς … Dictionary of Greek
άω — (I) ἄω (Α) άημι*, φυσώ. (II) ἄω (Α) ιαύω*, κοιμάμαι. (III) ἄω (III) (Α) ἀάω*, βλάπτω. (IV) ἄω (Α) 1. χορταίνω κάποιον 2. (αμτβ.) χορταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαίο ρήμα που απαντά σε μεμονωμένους τύπους, οι οποίοι ανάγονται σε ινδοευρ, ρίζα… … Dictionary of Greek
παραχορταίνω — 1. (αμτβ.) χορταίνω υπέρμετρα, χορταίνω πάρα πολύ, ώς τον κορεσμό 2. μτφ. απολαμβάνω κάτι πέρα από τα όρια, μπουχτίζω («παραχορτάσαμε τις διασκεδάσεις» 3. (μτβ.) χορταίνω κάποιον περισσότερο από όσο πρέπει, κάνω κάποιον να χορτάσει υπερβολικά … Dictionary of Greek
τέρπω — ΝΜΑ παρέχω τέρψη, δίνω ευχαρίστηση, προξενώ ηδονή, χαροποιώ, ευαρεστώ, διασκεδάζω (α. «τόν τέρπει να παίζει με τα παιδιά του» β. «ἡ ἀγγελίη... ἔτερψε... [αὐτούς]», Ηρόδ. γ. «τί τ ἄρα φθονέεις ἐρίηρον ἀοιδὸν τέρπειν», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. (στους επικ … Dictionary of Greek
άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… … Dictionary of Greek
κατακορέννυμι — (Μ) χορταίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κορέννυμι «χορταίνω, ικανοποιώ»] … Dictionary of Greek
μισοχορταίνω — δεν χορταίνω καλά, χορταίνω κατά το ήμισυ … Dictionary of Greek
υπερκορεννύω — ὑπερκορέννυμι ΝΜΑ νεοελλ. μσν. γεμίζω κάτι μέχρι το ακρότατο όριο, παραγεμίζω νεοελλ. χημ. (σχετικά με διάλυμα) προκαλώ υπερκορεσμο αρχ. δημιουργώ σε κάποιον υπέρμετρο αίσθημα κορεσμού, τόν χορταίνω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κορέννυμι «γεμίζω … Dictionary of Greek