-
1 χοροστασίησιν
-
2 χοροστασίῃσιν
См. также в других словарях:
χοροστασίῃσιν — χοροστασία institution of choruses fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 χοροστασίησιν
2 χοροστασίῃσιν
χοροστασίῃσιν — χοροστασία institution of choruses fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)