-
1 χοροκιθαριστης
См. также в других словарях:
χοροκιθαριστής — ὁ, Α [χοροκιθαρίζω] ερμηνευτής που παίζει κιθάρα για τον χορό … Dictionary of Greek
χοροκιθαρεύς — έως, ὁ, Α χοροκιθαριστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + κιθάρα + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek