Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

χορηγώ

  • 21 допускать

    ρ.δ.μ.
    1. επιτρέπω, αφήνω ναεισέλθευ, δίνω, χορηγώ άδεια,εασόδου•

    его не -тли до больного δεν του επέτρεπαν να δει τον ασθενή•

    это не -ет сомнения αυτό είναι έξω πάθε αμφιβολίας, είναι αναμφίβολο.

    || επιτρέπω, δίνω το δικαίωμα•

    допускать азартные игры επιτρέπω τα τυχερά παιγνίδια.

    || επιτρέπω να πάρει μέρος•

    допускать к экзаменам επιτρέπω να δόσει εξετάσεις.

    2. ανέχομαι, υποφέρω• υπομένω•

    удивляюсь, как -ют такие беспорядки απορώ (εκπλήσσομαι) πως ανέχονται τέτοιες αταξίες.

    3. δέχομαι, παραδέχομαι•

    -аю, что это так, как вы говорите παραδέχομαι ότι αυτό είναι έτσι, όπως εσείς λέτε.

    || κάνω, διαπράττω' допускать ощибку κάνω λάθος. || περιορίζω•

    не допускать до короткости κρατώ σε απόσταση.

    επιτρέπομαι•

    дети до 16 лет не -ются δεν επιτρέπεται,για παιδιά κάτω των 16 χρονών•

    не -ется δεν επιτρέπεται, απαγορεύεται.

    || έχω άδεια, δικαίωμα ασχολίας, συμμετοχής κλπ. -к голосованию μου επιτρέπεται να πάρω μέρος στην ψηφοφορία (να ψηφίσω).

    Большой русско-греческий словарь > допускать

  • 22 заём

    займа α. δάνειο•

    дать в заём δίνω δάνειο•

    взять в заём παίρνω δάνειο•

    беспроцентный заём άτοκο δάνειο•

    заём за проценты έντοκο δάνειο•

    выигрышный заём λαχειοφόρο δάνειο•

    пре-досшавить заём χορηγώ δάνειο•

    государственный заём κρατικό δάνειο•

    внутренний заём εσωτερικό δάνειο•

    внешний заём εξωτερικό δάνειο.

    Большой русско-греческий словарь > заём

  • 23 кредитовать

    -тую, -туешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кредитованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ. κ. σ.μ.
    1. πιστώνω, δίνω με πίστωση (χρήματα ή εμπορεύματα)
    2. χορηγώ πιστώσεις.
    παίρνω με πίστωση• έχω πίστωση.

    Большой русско-греческий словарь > кредитовать

  • 24 определить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. καθορίζω, προσδιορίζω•

    определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•

    обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.

    || κάνω διάγνωση•

    определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.

    (μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•

    определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.

    || διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,
    2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•

    определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.

    3. σημειώνω, διαγράφω•

    определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.

    4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.
    5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•

    его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•

    отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.

    1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•

    характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.

    2. προσανατολίζομαι.
    3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•

    -в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•

    определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•

    определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).

    Большой русско-греческий словарь > определить

  • 25 отвалить

    -алю, -алишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αναποδογυρίζω, ανατρέπω•

    отвалить камень αναποδογυρίζω την πέτρα.

    || ξεκόβω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω. || ξεχωρίζω, βάζω κατά μέρος.
    2. δίνω, χορηγώ, παρέχω από φιλότιμο.
    3. αποπλέω, σαλπάρω, αναχωρώ || αναμερώ, κάνω στην άκρη.
    1. πέφτω, αποσπώμαι, ξεκόβομαι, γκρεμίζομαι.
    2. (απλ.) παύω να ακουμπώ, δε στηρίζομαι απομακρύνομαι. || παύω να τρώγω, απομακρύνομαι από το φαγητό (ως χορτασμένος).
    3. ανακάμπτω (το σώμα, το κεφάλι.).

    Большой русско-греческий словарь > отвалить

  • 26 отвести

    -еду, -едешь, παρλθ. χρ. отвёл, -вела, -ло μτχ. παρλθ. χρ. отведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отведенный, βρ: -ден, -дена, -дено επιρ. μτχ. отведя
    ρ.σ.μ.
    1. φέρω, πηγαίνω•

    отвести ребёнка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό.

    2. απάγω, αποσύρω, απομακρύνω παίρνω•

    отвести стадо от дороги παίρνω το κοπάδι από το δρόμο.

    || μεταφέρω, μετακομίζω. || μτφ. απομακρύνω, αποξενώνω.
    3. διοχετεύω, παροχετεύω αποχετεύω παίρνω•

    -воду от города διοχετεύω τα νερά έξω από την πόλη•

    отвести глаза παίρνω τα μάτια (κοιτάζω αλλού).

    || αποκρούω•

    отвести удар αποκρούωτο χτύπημα.

    || προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ•

    беду προλαβαίνω το κακό.

    4. μτφ. απορρίπτω, δε δέχομαι• — заявление δεν κάνω δεκτή την αίτηση.
    5. παραχωρώ, παρέχω• χορηγώ•

    отвести участок под школьный сад παραχωρώ τόπο για σχολικό κήπο.

    6. πολλαπλασιάζω με καταβολάδες.
    εκφρ.
    отвести глаза кому – αποτραβώ την προσοχή κάποιου, εξαπατώ, ξεγελώ.

    Большой русско-греческий словарь > отвести

  • 27 отпустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αφήνω•

    -и его άφησε τον•

    отпустить на праздник, в гости αφήνω να πάει στη γιορτή, φιλοξενούμενος.

    || εξυπηρετώντας αφήνω•

    отпустить клиента τελειώνω με τον πελάτη.

    || αφήνω ελεύθερο•

    птицу αφήνω ελεύθερο το πουλάκι•

    отпустить заключнного из тюрьмы αφήνω ελεύθερο το φυλακισμένο.

    || παλ. απολύω, διώχνω (αποτην υπηρεσία).
    2. χαλαρώνω, λασκάρω ξεσφίγγω•

    отпустить вервку λασκάρω την τριχιά.

    || αμ. εξασθενίζω, αδυνατίζω, ξεπέφτω μειώνομαι, ελαττώνομαι λιγοστεύω•

    мороз -ил το κρύο ξέπεσε.

    || περνώ, παύω, σταματώ•

    боль сразу меня -ла ο πόνος αμέσως με άφησε.

    3. αφήνω να μεγαλώσει•

    отпустить усы αφήνω μουστάκια.

    4. δίνω, χορηγώ, παρέχω. || παραχωρώ, εκχωρώ ψηφίζω κονδύλιο. || πουλώ•

    отпустить товар πουλώ εμπόρευμα.

    5. λέγω, προφέρω εκστομίζω•

    отпустить кошшмнты λέγω κοπλιμέντα•

    отпустить умное слово λέγω πετυχημένη (έξυπνη) λέξη.

    6. παλ. συγχωρώ (αμαρτία, λάθος κ.τ.τ.).
    7. τροχίζω, ακονίζω.
    8. δένω•

    отпустить сталь αφήνω (εκθέτω) να δέσει το ατσάλι.

    χαλαρώνω, λασκάρω ξεσφίγγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > отпустить

  • 28 поставить

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. ставить 1.
    2. μόνο ως παθ. μτχ. παρλθ. χρ. поставленный βαλμένος, τοποθετημένος.
    ρ.σ.μ.
    εφοδιάζω, προμηθεύω, παρέχω, χορηγώ (για εμπορεύματα).

    Большой русско-греческий словарь > поставить

  • 29 предоставить

    ρ.σ.μ.
    1. παρέχω, χορηγώ, παραχωρώ• δίνω• προσφέρω•

    предоставить возможность παρέχω τη δυνατότητα•

    предоставить место παραχωρώ τη θέση.

    2. αφήνω, επιτρέπω•

    он -ил ему выбрать лучшее αυτός του επέτρεψε να διαλέξει το καλύτερο.

    || εγκαταλείπω•

    предоставить на волю судьбы αφήνω στην τύχη ή έρμαιο της τύχης.

    || αναθέτω.
    εκφρ.
    предоставить самому (самим) себе – αφήνω μόνον του να πράξει (όπως θέλει)•
    предоставить слово – δίνω το λόγο (να μιλήσει)•
    предоставить себе право – επιφυλάσσω στον εαυτό μου το δικαίωμα.

    Большой русско-греческий словарь > предоставить

  • 30 разрешение

    ουδ.
    1. άδεια• έγκριση•

    покажите ваше разрешение δείξτε την άδεια σας•

    разрешение на охотничье оружие άδεια κατοχής κυνηγετικού όπλου•

    давать разрешение δίνω (χορηγώ) άδεια.

    2. λύση, -ιμο•

    верное разрешение проблемы σωστή λύση τουπροβλήματος.

    || διακανονισμός, επίλυση•

    разрешение противоречий επίλυση των αντιθέσεων.

    3. παλ. • απαλλαγή• ελευθέρωση.

    Большой русско-греческий словарь > разрешение

  • 31 ссудить

    ссужу ссудишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ссуженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ. δίνω (παρέχω, χορηγώ) δάνειο, δανείζω.

    Большой русско-греческий словарь > ссудить

См. также в других словарях:

  • χορηγώ — χορηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.) 2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α …   Dictionary of Greek

  • χορηγώ — χορηγώ, χορήγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • χορηγώ — χορήγησα, χορηγήθηκα, χορηγημένος, προσφέρω, δίνω, παρέχω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χορηγῶ — χορηγέω lead a chorus pres subj act 1st sg (attic epic doric) χορηγέω lead a chorus pres ind act 1st sg (attic epic doric) χορηγός chorus leader masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορηγῷ — χορηγός chorus leader masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναχορηγώ — χορηγώ πάλι, ανεφοδιάζω η πράξη αναχορήγηση και αναχορηγία …   Dictionary of Greek

  • επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… …   Dictionary of Greek

  • επιχορηγώ — (AM ἐπιχορηγῶ, έω) [χορηγώ] παρέχω πρόσθετη ενίσχυση νεοελλ. καταβάλλω ετήσια ή σε τακτά χρονικά διαστήματα οικονομική ενίσχυση σε ιδρύματα ή πρόσωπα αρχ. μσν. χορηγώ, παρέχω («ὁ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εὶς βρῶσιν») αρχ. συμβάλλω …   Dictionary of Greek

  • παραχορηγώ — έω, Α χορηγώ, παρέχω, δίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χορηγώ «παρέχω, ξοδεύω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεισευπορώ — έω, Α χορηγώ, προμηθεύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσευπορῶ «χορηγώ με αφθονία»] …   Dictionary of Greek

  • τροφοδοτώ — Ν 1. χορηγώ τρόφιμα, χορηγώ τροφές 2. παρέχω τα αναγκαία υλικά για τη συντήρηση και τη λειτουργία ενός συστήματος 3. δίνω, παρέχω κάτι συστηματικά («η κυβέρνηση τροφοδοτεί καθημερινά τον τύπο με προκλητικές ανακοινώσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»