-
1 χορηγώ
(ε) μετ.1) предоставлять, давать; выдавать, отпускать;χορηγώ άδεια — предоставлять отпуск;
χορηγώ πίστωση — предоставлять кредит;
χορηγώ σύνταξη — давать пенсию;
προνόμια — давать привилегии;2) снабжать, обеспечивать (чём-л.); доставлять, поставлять (товар, продовольствие);3) ассигновать; давать дотацию, субсидию; субсидировать -
2 χορηγώ
[хориго] р. доставлять, поставлять, быть спонсором,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χορηγώ
-
3 χορηγώ
[хориго] ρ доставлять, поставлять, быть спонсором. -
4 χορηγος
дор. χορᾱγός ὅ1) хорег, руководитель хора(συγχορευταί τε καὴ χορεγοί Plat.)
; перен. предводитель(ἄστρων Soph.; δελφίνων Eur.)
2) хорег, устроитель на свой счет хора Aeschin., Dem.χ. παιδικῷ χορῷ Lys. — устроитель детского хора
3) дающий средства (на что-л.), поставщик Plut.χ. τινι Aeschin., εἴς τι Dem. или τινος Luc. — доставляющий средства (материал) для чего-л.;
χορηγόν τινα ἔχειν Dem. или χορηγῷ τινι χρῆσθαι Dem. (καταχρῆσθαι Luc.) — пользоваться чьими-л. средствами -
5 δάνειο(ν)
το заём; ссуда;εσωτερικό (εξωτερικό) δάνειο(ν) — внутренний (внешний) заём;
κρατικό ( — или δημόσιο) δάνειο(ν) — государственный заём;
λαχειοφόρο δάνειο(ν) — выигрышный заём;
άνευ επιστροφής безвозвратная ссуда;εντοκο δάνειο(ν) — ссуда под проценты;
δάνειο(ν) μ'ένέχυρο — ссуда под залог;
παίρνω δάνει — брать ссуду;
δίνω δάνειο(ν) — давать ссуду; — ссужать;
συνάπτω ( — или κάνω) δάνειο(ν) — делать заём;
χορηγώ δάνειο(ν) — предоставлять заём;
εκδίδω δάνειο(ν) — выпускать заём;
§ τον εφαγαν τα δάνεια — он по уши в долгах, не вылезает из долгов
-
6 δάνειο(ν)
το заём; ссуда;εσωτερικό (εξωτερικό) δάνειο(ν) — внутренний (внешний) заём;
κρατικό ( — или δημόσιο) δάνειο(ν) — государственный заём;
λαχειοφόρο δάνειο(ν) — выигрышный заём;
άνευ επιστροφής безвозвратная ссуда;εντοκο δάνειο(ν) — ссуда под проценты;
δάνειο(ν) μ'ένέχυρο — ссуда под залог;
παίρνω δάνει — брать ссуду;
δίνω δάνειο(ν) — давать ссуду; — ссужать;
συνάπτω ( — или κάνω) δάνειο(ν) — делать заём;
χορηγώ δάνειο(ν) — предоставлять заём;
εκδίδω δάνειο(ν) — выпускать заём;
§ τον εφαγαν τα δάνεια — он по уши в долгах, не вылезает из долгов
-
7 ρ. (παθ. φωνή) быть осмотрительным, осторожным, επ.φυλάσσω
[эпифиласо] ρ. осторожничать επ.φυλλίδα [эпифиллида] ουσ. Θ. фельетон. επ.φώνημα [эпифонима] ουσ. ο. восклицание, (γραμ.) междометие. επ.χείρημα [эпихирима] ουσ. ο. довод, аргумент, επ.χειρηματίας [эпихириматиас] ουσ. α. предприниматель, επ.χειρηματολογία [эпихириматологта] ουσ. θ. мотивировка, аргументация, επ.χείρηση [эпихириси] ουσ. θ. предприятие, επ.χειρώ [эпихиро] ρ. предпринимать, начинать, επ.χορήγηση [эпихоригнси] ουσ. θ. пособие, субсидия, επ.χορηγώ [эпихориго] ρ. субсидировать, επ.χρυσος [эпихрисос] εκ. позолоченный, επ.χρυσώνω [эпихрисоно] ρ. покрывать позолотой, επ.χρύσωση [эпихрисоси] ουσ. Θ. позолота, золочение, επ.χωμα [эпихома] ουσ. о. насыпь επ.χωματώνω [эпихоматоно] ρ. делать насыпь, επ.χωμάτωση [эпихоматоси] ουσ. Θ. устройство насыпи, επ.μενος [эпомэнос] εκ. следующий. επ.μένως [эпомэнос] εκίρ. следовательно, стало быть, επ.ποιία [эпопииа] ουσ. Θ. эпопея επ.πτεία [эпоптиа] ουσ. Θ. надзор, наблюдение, επ.πτεύω [эпоптэво] р. наблюдать, следить,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρ. (παθ. φωνή) быть осмотрительным, осторожным, επ.φυλάσσω
См. также в других словарях:
χορηγώ — χορηγῶ, έω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. χοραγώ Α [χορηγός] 1. (στην αρχ. Αθήνα) είμαι χορηγός, καταβάλλω τις δαπάνες για την συγκρότηση δραματικού χορού («Θεμιστοκλῆς... ἐχορήγει», Πλούτ.) 2. καταβάλλω την δαπάνη για κάτι, επιδοτώ, επιχορηγώ, χρηματοδοτώ (α … Dictionary of Greek
χορηγώ — χορηγώ, χορήγησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χορηγώ — χορήγησα, χορηγήθηκα, χορηγημένος, προσφέρω, δίνω, παρέχω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χορηγῶ — χορηγέω lead a chorus pres subj act 1st sg (attic epic doric) χορηγέω lead a chorus pres ind act 1st sg (attic epic doric) χορηγός chorus leader masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγῷ — χορηγός chorus leader masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναχορηγώ — χορηγώ πάλι, ανεφοδιάζω η πράξη αναχορήγηση και αναχορηγία … Dictionary of Greek
επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… … Dictionary of Greek
επιχορηγώ — (AM ἐπιχορηγῶ, έω) [χορηγώ] παρέχω πρόσθετη ενίσχυση νεοελλ. καταβάλλω ετήσια ή σε τακτά χρονικά διαστήματα οικονομική ενίσχυση σε ιδρύματα ή πρόσωπα αρχ. μσν. χορηγώ, παρέχω («ὁ ἐπιχορηγῶν σπέρμα τῷ σπείροντι καὶ ἄρτον εὶς βρῶσιν») αρχ. συμβάλλω … Dictionary of Greek
παραχορηγώ — έω, Α χορηγώ, παρέχω, δίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + χορηγώ «παρέχω, ξοδεύω»] … Dictionary of Greek
συνεισευπορώ — έω, Α χορηγώ, προμηθεύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσευπορῶ «χορηγώ με αφθονία»] … Dictionary of Greek
τροφοδοτώ — Ν 1. χορηγώ τρόφιμα, χορηγώ τροφές 2. παρέχω τα αναγκαία υλικά για τη συντήρηση και τη λειτουργία ενός συστήματος 3. δίνω, παρέχω κάτι συστηματικά («η κυβέρνηση τροφοδοτεί καθημερινά τον τύπο με προκλητικές ανακοινώσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek