-
1 χορηγείον
-
2 χορηγεῖον
-
3 χορηγεῖον
χορηγ-εῖον, τό,A = χορήγιον, the school in which a chorus was trained for public performance, Phryn.PSp.126 B.2 generally, school, Epich.13, 104.II treasury, revenue,τὸ Διονυσίου χ. Aristox. Fr.Hist.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χορηγεῖον
-
4 χορηγεία
-
5 χορηγεῖα
-
6 χορήγιον
χορήγ-ιον, τό,A = χορηγεῖον 1, D.19.200, Poll.4.106.II pl., supplies for an army, Plb.1.17.5, al.: generally, maintenance, PRyl.181.7 (iii B. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χορήγιον
См. также в других словарях:
χορηγεῖον — the school in which a chorus was trained neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορηγείον — και δωρ. τ. χοραγεῑον, τὸ, Α 1. χώρος όπου ο χορηγός συγκέντρωνε τους χορευτές και τους ηθοποιούς για να διδαχθούν από τον χοροδιδάσκαλο τους ρόλους τους 2. (γενικά) σχολείο, διδασκαλείο 3. ταμείο, θησαυροφυλάκιο 4. στον πληθ. τά χορηγεῑα τα… … Dictionary of Greek
χορηγεῖα — χορηγεῖον the school in which a chorus was trained neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χορήγιον — και δωρ. τ. χοράγιον, τὸ, Α [χορηγός] 1. χορηγεῑον* 2. το οικοδόμημα τής σκηνής 3. συν. στον πληθ. τὰ χορήγια τα απαραίτητα για την ζωή … Dictionary of Greek
χοραγείον — τὸ, Α (δωρ. τ.) βλ. χορηγεῑον … Dictionary of Greek