-
1 χονδρίλη
-
2 χονδρίλη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χονδρίλη
-
3 χονδρίλη
См. также в других словарях:
χονδρίλη — ἡ, ΜΑ είδος φυτού, πιθ. η χονδρίλ(λ)α. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + επίθημα ίλη (πρβλ. κον ίλη). Η λ. απαντά και με τις γρφ. χονδρίλλη, χόνδρυλλα. Τη λ. δανείστηκαν οι νεώτερες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chondrilla] … Dictionary of Greek