-
1 χολερικός
χολερικός, zur Krankheit χολέρα gehörig, sie betreffend, an ihr leidend, Plut. de vit. aer. al. 7. – Adv. χολερικῶς, z. B. χολερικῶς ληφϑῆναι, von der Cholera ergriffen worden sein, D. L. 6, 76.
-
2 χολερικός
χολερικός, zur Krankheit χολέρα gehörig, sie betreffend, an ihr leidend. Adv. χολερικῶς, z. B. χολερικῶς ληφϑῆναι, von der Cholera ergriffen worden sein
См. также в других словарях:
χολερικώς — Α επίρρ. βλ. χολερικός … Dictionary of Greek
χολερικός — ή, ό / χολερικός, ή, όν, ΝΑ [χολέρα] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χολέρα (α. «χολερικά συμπτώματα» β. «ξυνέβη ἐμπεσεῑν εἰς πάθεα χολερικὰ ἐκ κρεηφαγίης», Ιπποκρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χολέρα 3. ως ουσ. άτομο χολερικής… … Dictionary of Greek