-
1 χοιροκομείον
-
2 χοιροκομεῖον
-
3 χοιροκομειον
-
4 χοιροκομεῖον
χοιρο-κομεῖον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χοιροκομεῖον
-
5 χοιροκομεῖον
χοιρο-κομεῖον, τό, (1) Schweinestall, -hürde, geflochtener Einschluß, Schweine darin zu mästen; ein Pflock, πάτταλος, an dem die Schweine festgebunden wurden; (2) die weibliche Schambinde -
6 χοιρό-σακος
χοιρό-σακος, ὁ, = χοιροκομεῖον 2, Hesych.
-
7 χοιρο-τροφεῖον
χοιρο-τροφεῖον, τό, 1) Ort, wo man Schweine nährt oder hält, Schweinestall. – 2) = χοιροκομεῖον 2, Hesych., wenn es nicht χοιροστρόφιον heißen muß.
-
8 χοιροκομεία
-
9 χοιροκομεῖα
-
10 χοιροκομείου
χοιροκομεί̱ου, χοιροκομεῖονpen for keeping swine in: neut gen sg -
11 χοιρόσακον
χοιρό-σᾰκον, τό,A = χοιροκομεῖον 11, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χοιρόσακον
-
12 χοιροτροφεῖον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χοιροτροφεῖον
-
13 Pig-sty
subs.Ar. χοιροκομεῖον, τό, or use V. σταθμός, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pig-sty
-
14 Sty
subs.Ar. χοιροκομεῖον, τό, V. σταθμός, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Sty
См. также в других словарях:
χοιροκομεῖον — pen for keeping swine in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιροκομεῖα — χοιροκομεῖον pen for keeping swine in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek
χοιροκομείο — το / χοιροκομεῑον, ΝΑ χώρος εκτροφής χοίρων, χοιροστάσιο αρχ. 1. πάσσαλος στον οποίο δένονται οι χοίροι 2. επίδεσμος γυναικείου αιδοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κομεῖον (< κόμος < κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. νοσο κομεῖο[ν], ὀρνιθο κομεῖον] … Dictionary of Greek
χοιροκομείου — χοιροκομεί̱ου , χοιροκομεῖον pen for keeping swine in neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)