Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

χοιρίνη

См. также в других словарях:

  • χοιρίνη — χοίρινος of hog s skin fem nom/voc sg (attic epic ionic) χοιρίνας cake masc voc sg χοῑρίνη , χοιρίνη small sea mussel fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρίνη — ἡ, Α μικρό θαλάσσιο κοχύλι το οποίο χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι δικαστές στην ψηφοφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + επίθημα ίνη (πρβλ. ἀθερ ίνη, πολυποδ ίνη)] …   Dictionary of Greek

  • χοιρίναι — χοιρίνᾱͅ , χοίρινος of hog s skin fem dat sg (doric aeolic) χοιρίνας cake masc nom/voc pl χοιρίνᾱͅ , χοιρίνας cake masc dat sg (doric aeolic) χοῑρίναι , χοιρίνη small sea mussel fem nom/voc pl χοῑρίνᾱͅ , χοιρίνη small sea mussel fem dat sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρίνας — χοιρίνᾱς , χοίρινος of hog s skin fem acc pl χοιρίνᾱς , χοίρινος of hog s skin fem gen sg (doric aeolic) χοιρίνᾱς , χοιρίνας cake masc acc pl χοιρίνᾱς , χοιρίνας cake masc nom sg (epic doric aeolic) χοῑρίνᾱς , χοιρίνη small sea mussel fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • QUIRINI — apud veteres Auctorem ludicri Testamenti, cognomen est sororis porcelli, ut qui allusit ad vocem Graecam χοῖρος et quasi χοιρίνη: quem admodum ipsum porcellum cognominavit M. Grunnium Corocottam, vide eundem, Ibid. p. 337 …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… …   Dictionary of Greek

  • σπάλα — η, Ν 1. ζωοτ. το οστό τής ωμοπλάτης 2. (τροφ. τεχνολ.) τεμάχιο βοδινού κρέατος, σύμφωνα με τον ελληνικό τρόπο τεμαχισμού τού σφαγίου, το οποίο έχει ως ανατομική βάση το οστό τής ωμοπλάτης 3. φρ. α) «χοιρινή σπάλα» τεμάχιο χοιρινού κρέατος το… …   Dictionary of Greek

  • χοίρινος — η, ο / χοίρινος, ίνη, ον, ΝΑ ο κατασκευασμένος από δέρμα χοίρου, χοιρινός (α. «χοίρινα τσαρούχια» β. «ἡ ἀσπὶς οἰσυΐνη καὶ χοιρίνη περὶ ταῑς κνήμαις», Λουκιαν.) νεοελλ. παροιμ. «γλυκό κρασί σε χοίρινο τομάρι» λέγεται για πράγματα αξίας στα οποία… …   Dictionary of Greek

  • χοίρος — (γουρούνι, sus scropha domesticus, Συς). Θηλαστικό της οικογένειας των συϊδών, της τάξης των αρτιοδάκτυλων. Πιθανόν οι διάφορες φυλές του προέρχονται από τον αγριόχοιρο, ο οποίος άρχισε να εξημερώνεται από την εποχή του λίθου (ο αγριόχοιρος είναι …   Dictionary of Greek

  • χοιρινᾶν — χοίρινος of hog s skin masc/fem gen pl (doric) χοιρίνας cake masc gen pl (doric aeolic) χοῑρινᾶν , χοιρίνη small sea mussel fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιρινῶν — χοιρίνας cake masc gen pl χοῑρινῶν , χοιρίνη small sea mussel fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»