-
1 χοιρία
χοιρίονpigling: neut nom /voc /acc pl -
2 χοιρί'
χοιρία, χοιρίονpigling: neut nom /voc /acc pl -
3 γαλαθηνός
A sucking, young, tender,νεβροί Od.4.336
, cf. Anacr.51;τέκος Simon.52
;ἄρνες Theoc.18.41
, J.AJ6.2.2; γαλαθηνά (sc. πρόβατα) Hdt.1.183; (sc. χοιρία) opp. τέλεια, Pherecr.44, cf. Hp.Aff.43, SIG1015.32 (Halic., written γαλαθεινός); ἀρνῶν καὶ χοίρων Crates Com.1
;ὗς Pherecr.28
, cf. Arist.HA 603b25;βρέφη Clearch.17
, cf. Theoc.24.31. (γάλα, θῆσθαι.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλαθηνός
-
4 μυστηρικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μυστηρικός
См. также в других словарях:
χοιρία — χοιρίον pigling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοιρί' — χοιρία , χοιρίον pigling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυστικός — ή, ὁ (ΑΜ μυστικός, ή, όν) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται κρυφά, ο μη φανερός, απόρρητος, απόκρυφος («μυστική ψηφοφορία») 2. αυτός που σχετίζεται με τα μυστήρια («μυστικὸς Ἴακχος» το μυστηριώδες άσμα τού Ιάκχου, Ηρόδ.) νεοελλ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek