Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χοιράδες

См. также в других словарях:

  • Χοιράδες — Oνομασία 2 συστάδων μικρών ελληνικών νησιών. Η μια βρίσκεται ανάμεσα στον φάρο της Μαλέας και στο ακρωτήριο Καμήλι. Oνομάζονται και Γορούνες ή Γουρούνες. Η άλλη βρίσκεται μεταξύ Ψυττάλειας και Σαλαμίνας. Τα μεγαλύτερα ονομάζονται Αταλάντη και… …   Dictionary of Greek

  • χοιράδες — χοιράς like a hog fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χοιράς — άδος, η, ΝΜΑ (λόγιος τ.) στον πληθ. οι χοιράδες και αἱ χοιράδες εξόγκωση και σκλήρυνση τών αδένων τού λαιμού («αὐτὸν δὲ τὸν Βατίνιον ἔχοντα χοιράδας ἐν τῷ τραχήλῳ», Πλούτ.) αρχ. 1. ως επίθ. αυτή που μοιάζει με χοίρο ή με τα νώτα χοίρου («χοιράδες …   Dictionary of Greek

  • CHOERADES — I. CHOERADES et Pharon insulas in Alexandria Aegypti appellatas, sciunt omnes, inquit Hermolaus, in Plin. Sunt etiam Choerades, insulae Italicae: Thucydidi, l. 7. in mari Ionio, iuxta Iapygium promontorium. Item insulae, sive petrae Ponti Euxini… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αβαθής — ές (Α ἀβαθής, ές) [βάθος] ο χωρίς μεγάλο βάθος, ρηχός νεοελλ. αυτός που δεν έχει βάθος σκέψης, επιπόλαιος, κούφος. αβαθή, τα (κν. ρηχά νερά) όρος τής ναυτιλίας και τής υδρογραφίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι ανωμαλίες τού πυθμένα τής… …   Dictionary of Greek

  • χοιραδικός — ή, ό / χοιραδικός, ή, όν, ΝΑ [χοιράς, άδος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις χοιράδες, στα οιδήματα τών αδένων τού λαιμού νεοελλ. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από χοιράδωση αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ χοιραδικόν είδος φαρμάκου …   Dictionary of Greek

  • χοιραδώδης — ες / χοιραδώδης, ῶδες, ΝΑ [χοιράς, άδος] ο γεμάτος χοιράδες, αυτός τού οποίου οι αδένες τού λαιμού είναι πρησμένοι και σκληροί νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χοιραδώδης παλαιότερη ονομασία γένους ορθόπτερων εντόμων αρχ. βραχώδης («χοιραδώδης ἐστὶν ὁ… …   Dictionary of Greek

  • Αττική — I Ιστορική, διοικητική και γεωγραφική περιοχή (3.808 τ. χλμ., 3.761.810 κάτ.), το νοτιοανατολικό άκρο της Στερεάς Ελλάδας, από την οποία τη χωρίζουν ο Κιθαιρώνας (1.409 μ.) και η Πάρνηθα (1.413 μ.). Από τη γραμμή αυτή των δύο βουνών (μήκους 40… …   Dictionary of Greek

  • χελώνια — τα διόγκωση αδένα από χοιράδωση, χοιράδες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοιράδα — η 1. σκόπελος που μόλις εξέχει από την επιφάνεια της θάλασσας. 2. στον πληθ., χοιράδες εξόγκωση και σκλήρυνση των αδένων του λαιμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χοιράδωση — η πάθηση κατά την οποία εμφανίζονται χοιράδες, δηλ. εξογκώματα αδένων του λαιμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»