-
1 χοινικίς
χοινικίς, ίδος, ἡ, = χοινίκη; χοινικίδες sind eiserne Reisen, auf welchen die Krone ruht, Dem. 22, 72, wie 24, 180 ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῖς χοινικίσι κάτωϑεν γεγραμμένα. – Bei Strab. 12, 3,11 Höhlen im felsigen Ufer. – Bei App. B. C. 4, 30 eine Art Fußeisen.
-
2 χοινικίς
χοινικίς, ίδος, ἡ, sind eiserne Reifen, auf welchen die Krone ruht; Höhlen im felsigen Ufer; eine Art Fußeisen -
3 πλήμνη
-
4 χνόη
χνόη, ἡ, ion. χνοίη, wie χοινίκη, χοινικίς, die eiserne Büchse des Rades, welche die Achse aufnimmt, auch die Achse selbst; Parmenid. bei S. Emp. adv. math. 7, 111; Soph. El. 745; ἔλακον ἀξόνων βριϑομένων χνόαι Aesch. Spt. 138; Eur. Rhes. 118; – das Knarren, welches durch die Reibung der Achse an der Büchse entsteht, übh. Geräusch, χνόαι ποδῶν Aesch. Spt. 356. Vgl. χνόος, κνόη, κνόος.
-
5 ὀρθο-πρίων
ὀρθο-πρίων, ονος, ὁ, Gradbohrer zum Trepaniren, sonst χοινικίς, Medic.
См. также в других словарях:
χοινικίς — nave fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοινικίς — και σχοινικίς, ίδος, ἡ, Α 1. ο μεταλλικός σωληνίσκος στο κέντρο τής πλήμνης τροχού άμαξας, η χοινίκη 2. ο γύρος τού στεφανιού («ὑπὸ τῶν στεφάνων ταῑς χοινικίσιν κάτωθεν γεγραμμένα», Δημοσθ.) 3. είδος ποδοκάκκης 4. κοίλωμα ή θήκη για τη στρόφιγγα… … Dictionary of Greek
χοινικίδα — χοινικίς nave fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοινικίδας — χοινικίς nave fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοινικίδες — χοινικίς nave fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοινικίδι — χοινικίς nave fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοινικίδος — χοινικίς nave fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοινικίδων — χοινικίς nave fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοινικίσι — χοινικίς nave fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοινικίσιν — χοινικίς nave fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποχοινικίς — ίδος, ἡ, Α η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η χοινικίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + χοινικίς «η σύριγγα τού τροχού»] … Dictionary of Greek