-
1 χρῡσο-χοεῖον
χρῡσο-χοεῖον, τό, Werkstätte eines Goldgießers oder Goldarbeiters; Dem. 21, 22; Pol. 26, 10, 3.
-
2 οὐλο-χοεῖον
οὐλο-χοεῖον, τό, auch οὐλοχόϊον, das Gefäß, in welches man die heilige Opfergerste, οὐλαί, schüttete, gew. κάνεον, Hesych.
-
3 ὑδρο-χοεῖον
ὑδρο-χοεῖον, τό, Brunnen, Cisterne, Sp., Suid.
-
4 οὐλοχοεῖον
οὐλο-χοεῖον, τό, das Gefäß, in welches man die heilige Opfergerste, οὐλαί, schüttete -
5 ὑδροχοεῖον
ὑδρο-χοεῖον, τό, Brunnen, Cisterne -
6 χρῡσοχοεῖον
χρῡσο-χοεῖον, τό, Werkstätte eines Goldgießers oder Goldarbeiters
См. также в других словарях:
χοεῖον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χοείον — τὸ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) πιθ. «παχὺ ἔντερον» … Dictionary of Greek
ουλοχοείον — οὐλοχοεῑον και οὐλοχόϊον, τὸ (Α) το κάνιστρο ή το αγγείο στο οποίο τοποθετούσαν το χοντροκομμένο κριθάρι με το οποίο πασπάλιζαν το θύμα πριν από τη θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαί + χοεῖον, πιθ. μέσω αμάρτυρου *οὐλοχόος / οὐλοχοῶ] … Dictionary of Greek