-
1 χλαρόν
χλᾱρόν, χλαρόςexultingly: masc acc sgχλᾱρόν, χλαρόςexultingly: neut nom /voc /acc sg -
2 χλαρός
χλᾱρός, sens. dub., ? -
3 χλαρός
-
4 χλᾱρός
χλᾱρός, nur Pind. P. 9, 39, χλαρὸν γελᾶν, nach Herm. dor. für χλωρόν, jugendlich, frisch und kräftig, nach Schneider und Böckh statt λαρόν, angenehm, sanft.
-
5 χλαρος
-
6 χλοαρός
χλοαρός dub. sens., n. acc. pro adv., ?1 gaily, softly ἀγανᾷ χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρύι (Schr.: χλαρόν, χλιαρόν codd., Σ: v. χλαρός) P. 9.38
См. также в других словарях:
χλαρόν — Α 1. (κατά τον Ησύχ.) α) «χλαρόν κόχλαξ» β) «χλαρόν ῥυπαρόν, λεπτόν, τρυχαλέον, ὠχρόν» γ) «χλαρόν ἐλαιηρὸς κώθων» δ) στον πληθ. «χλαρά ψαιστὰ ἐν ἐλαίῷ» 2. (κατά τον Πίνδ. ως επίρρ.) νεανικά, ακμαία ή, κατ άλλους, με χαρά, εύθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
χλαρόν — χλᾱρόν , χλαρός exultingly masc acc sg χλᾱρόν , χλαρός exultingly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χλάρ — Α ιων. τ. χλαρόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλαρόν] … Dictionary of Greek