-
1 χλωρο-ποιός
χλωρο-ποιός, grün machend, Schol. Il. 7, 479 und sonst bei Gramm.
-
2 χλωροποιός
χλωρο-ποιός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χλωροποιός
-
3 χλωροποιός
-
4 χλωροποιος
См. также в других словарях:
χλωροποιός — όν, Α 1. αυτός που κάνει κάτι χλωρό 2. αυτός που συντελεί στην βλάστηση 3. (κατά τον Ησύχ.) «χλωρὸν δέος τὸ χλωροποιόν τοιοῡτος γὰρ ὁ φόβος, χλωριάσεως ἐμποιητικός». [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + ποιός*] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek