См. также в других словарях:
ευανθής — (5ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Σαλαμίνας της Κύπρου (465 450 π.Χ.). Έγινε γνωστός από τα νομίσματά του, τα οποία κόπηκαν περίπου το 450 π.Χ. * * * ές (ΑΜ εὐανθής, ές) 1. αυτός που έχει ή παράγει ωραία και πολλά άνθη («εὐανθὴς καὶ εὐώδης τόπος»,… … Dictionary of Greek
κλωνανθής — ές αυτός που έχει ανθισμένα κλαδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χλο ανθής, ψυχ ανθής] … Dictionary of Greek
ποιανθής — ές, Α χλοερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποία, δωρ. τ. τού πόα* + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χλο ανθής] … Dictionary of Greek
χαλκανθές — τὸ, Α το χάλκανθον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + ανθές, ουδ. τού ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χλο ανθής] … Dictionary of Greek
χροιανθής — και χροανθής, ές, Α (κατά τον Ησύχ.) (το ουδ.) χροανθές «εὐφεγγές». [ΕΤΥΜΟΛ. < χροιά / χρόα «χρώμα» + ανθής (< ἄνθος), πρβλ. χλο ανθής] … Dictionary of Greek